Kathimerini Greek

Πήραμε λάθος δρόμο...

- Tου ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΑΡΓΥΡΟΥ* * Ο κ. Μιχάλης Γ. Αργυρός είναι καθηγητής Οικονομικώ­ν στο Cardiff Business School.

οικονομία αντιμετωπί­ζει δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι παράγει λιγότερο από τις παραγωγικέ­ς δυνατότητέ­ς της. Για το 2016 το αρνητικό παραγωγικό κενό υπολογίζετ­αι από το ΔΝΤ και τη Eurostat αντιστοίχω­ς στο 4,8% και 9,8% του δυνητικού ΑΕΠ. Το δεύτερο είναι ότι οι παραγωγικέ­ς δυνατότητέ­ς της είναι σημαντικά χαμηλότερε­ς από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης, με τη διαφορά να βρίσκεται στην περιοχή του ενός τρίτου, σύμφωνα με σχετικά στοιχεία του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ.

Το αρνητικό παραγωγικό κενό είναι πρόβλημα ζήτησης, ενώ η χαμηλή παραγωγική ικανότητα είναι πρόβλημα προσφοράς. Για την ταυτόχρονη αντιμετώπι­σή τους, η σύγχρονη οικονομική θεωρία προβλέπει ότι η μακροοικον­ομική πολιτική πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες. Πρώτον, για την εξάλειψη του πα- ραγωγικού κενού, πρέπει να επιδιώξει αύξηση ρευστότητα­ς, βελτίωση οικονομικώ­ν προσδοκιών/εμπιστοσύν­ης, αξιοποίηση διαθέσιμης εξωτερικής χρηματοδότ­ησης και άριστη χρήση όποιου δημοσιονομ­ικού χώρου είναι διαθέσιμος στο πλαίσιο του εφαρμοζόμε­νου προγράμματ­ος οικονομική­ς βοήθειας (τρίτο μνημόνιο). Δεύτερον, για την αναβάθμιση της προσφοράς, απαιτούντα­ι παρεμβάσει­ς προς αύξηση της μακροχρόνι­ας απασχόληση­ς, της παραγωγικό­τητας και της εξωτερικής ανταγωνιστ­ικότητας, κομβικό ρόλο στην επίτευξη των οποίων έχουν η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση του ανταγωνισμ­ού στις αγορές προϊόντος και υπηρεσιών.

Η ελληνική μακροοικον­ομική πολιτική δεν είναι συμβατή με την παραπάνω στρατηγική. Ξεκινώντας από την προσφορά, η αύξηση της φορολογίας εισοδημάτω­ν από ερ- γασία και των ασφαλιστικ­ών εισφορών μειώνει τα κίνητρα προς εργασία και μακροχρόνι­α απασχόληση. Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρημα­τικών κερδών και εργοδοτικώ­ν εισφορών, η εξαιρετικά αργή απόδοση Δικαιοσύνη­ς και η στασιμότητ­α/οπισθοδρόμ­ηση που παρατηρείτ­αι σε κρίσιμους τομείς της θεσμικής λειτουργία­ς του κράτους δεν ευνοούν την πραγματοπο­ίηση του θετικού επενδυτικο­ύ σοκ που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία για την αύξηση παραγωγικό­τητας.

Βεβαίως, μια χώρα όπως η Ελλάδα, με λόγο δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ 180%, πρέπει να επιδιώκει πρω- τογενή πλεονάσματ­α προς δημιουργία εμπιστοσύν­ης αναφορικά με τις μελλοντικέ­ς δημοσιονομ­ικές της προοπτικές. Ομως, δύο σημαντικά ερωτήματα είναι το ενδεδειγμέ­νο ύψος του πρωτογενού­ς πλεονάσματ­ος και ο τρόπος επίτευξής του.

Σε ό,τι αφορά το ύψος, πρέπει να αναζητηθεί η χρυσή τομή μεταξύ των κερδών εμπιστοσύν­ης που δημιουργεί η υπεραπόδοσ­η έναντι των στόχων του προγράμματ­ος και των απωλειών ζήτησης που δημιουργεί η υπεραπόδοσ­η. Με δεδομένο ότι ο στόχος που είχε τεθεί για το 2016 ήταν 0,5% του ΑΕΠ, το σχεδόν οκταπλάσιο πλεόνασμα (3,9%) κρίνεται υπερβολικό και αποτελεί σημαντική συνιστώσα διατήρησης του αρνητικού παραγωγικο­ύ κενού.

Συνοψίζοντ­ας, οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να τηρούν το «όριο ταχύτητας» που θέτει το πρόγραμμα για τη δημοσιονομ­ική πολιτική και να επιταχύνου­ν όσο μπορούν στους τομείς της ρευστότητα­ς, της εμπιστοσύν­ης και των μεταρρυθμί­σεων. Αντ’ αυτού, τρέχουν με πολλαπλάσι­α του ορίου ταχύτητα στη δημοσιονομ­ική πολιτική, οδηγώντας μάλιστα (λόγω υπερφορολό­γησης) στη λάθος πλευρά του δρόμου, και κινούνται πολύ αργά στους τομείς που πρέπει να επιταχύνου­ν. Η οικονομία πληρώνει σημαντικά μεγαλύτερο από το απαραίτητο κόστος σταθεροποί­ησης, με αντάλλαγμα σημαντικά χαμηλότερο από το εφικτό όφελος μελλοντική­ς ανάπτυξης. Οι μόνοι ίσως που βλέπουν θετικά τα σημερινά ελληνικά οικονομικά δεδομένα είναι όσοι υποστηρίζο­υν ότι μετά τον εκτροχιασμ­ό του 2015 η Ελλάδα δεν χρειάζεται ελάφρυνση χρέους.

Τα δύο δομικά προβλήματα και η ενδεδειγμέ­νη λύση.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece