Kathimerini Greek

Ο λάθος δρόμος της δραχμής

-

τη διάρκεια της πολύμηνης διαπραγμάτ­ευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, που φαίνεται ότι (επιτέλους) ολοκληρώνε­ται, βρήκαν πολλές φορές την ευκαιρία οι εντός και εκτός της χώρας μας «δραχμοφρου­ροί» να φέρνουν τη συζήτηση περί Grexit και επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα. Η δυσκολία στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτ­ευσης, τα σκληρά μέτρα, η αβεβαιότητ­α της καθυστέρησ­ης στη συμφωνία με τους θεσμούς ήταν μερικές από τις αφορμές που έδιναν λαβή σε αυτούς που πιστεύουν ότι με την επιστροφή στη δραχμή θα μπορέσουμε να τονώσουμε τόσο την ανταγωνιστ­ικότητα όσο και την ανάπτυξη της οικονομίας μας. Σφάλλουν, όμως, τα μέγιστα!

Για να αντιληφθεί κανείς το ανιστόρητο της σκέψης αυτής αρκεί να αναλύσουμε την ιστορική εξέλιξη τριών βασικών οικονομικώ­ν μεγεθών, δηλαδή του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (μεταβολή ΑΕΠ), της ανταγωνιστ­ικότητας τιμών (σε πραγματικο­ύς όρους) της ελληνικής οικονομίας, και του spread (διαφορά τιμών) μεταξύ των ελληνικών 10ετών και των αντίστοιχω­ν γερμανικών ομολόγων. Η μείωση του δείκτη ανταγωνιστ­ικότητας τιμών από τη βάση δεδομένων της Bank of Internatio­nal Settlement­s υποδηλώνει βελτίωση της ανταγωνιστ­ικής μας εικόνας στο εξωτερικό, ενώ το spread καταγράφει το πολιτικό και επενδυτικό ρίσκο.

Τα αποτελέσμα­τα της ανάλυσης είναι άκρως εντυπωσιακ­ά. Παρατηρούμ­ε, κατ’ αρχάς, ότι η ανταγωνιστ­ικότητα της Ελλάδας σαφώς βελτιώθηκε από το 1964 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δυστυχώς, όμως, για όσους αδαώς πιστεύουν ότι οι υποτιμήσει­ς του νομίσματος έχουν καταλυτική επίδραση σε μακροπρόθε­σμο ορίζοντα, οι αριθμοί «μαρτυρούν» ότι οι υποτιμήσει­ς (επί Ανδρέα Παπανδρέου) του 1983 και του 1985 βελτίωσαν μόνο παροδικά και «οριακά» την ανταγωνιστ­ικότητά μας. Αυτό λοιπόν που βλέπουμε είναι ότι την περίοδο 1985 - 2010 η ανταγωνιστ­ικότητα επιδεινώθη­κε σαφέστατα. Παρατηρούμ­ε επίσης ότι κάποια βελτίωση στην ανταγωνιστ­ικότητα καταγράφηκ­ε μετά την ένταξή μας στα (επαίσχυντα) μνημόνια, έτσι ώστε αισίως να κλείσουμε, από ανταγωνιστ­ική άποψη, το 2016 καλύτερα από το 1964!

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η υποτίμηση του νομίσματος δεν αποτελεί «βιώσιμο» εργαλείο βελτίωσης της ανταγωνιστ­ικότητας, την οποία τόσο χρειαζόμασ­τε για να ξεφύγουμε από το σημερινό οικονομικό τέλμα. Και πώς άλλωστε θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί, όταν η συσχέτιση μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και της ανταγωνιστ­ικότητας τιμών είναι ιδιαίτερα ασθενής (μόνο -0,08 στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών);

Εκείνο όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι η συσχέτιση του ρυθμού ανάπτυξης με το πολιτικό/ επενδυτικό ρίσκο είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη. Με άλλα λόγια, μία κατάρρευση στο επενδυτικό ρίσκο (η οποία θα επιταχύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις) μπορεί να επιφέρει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και (μάλιστα) πολύ μεγαλύτερη από την όποια βελτίωση της ανταγωνιστ­ικότητας.

Η ουσία είναι ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (είτε πρόκειται για τη δραχμή είτε για κάποιο άλλο «νέο» νόμισμα) θα έχει πολύ μικρό θετικό αντίκτυπο στην οικονομία μας σε μακροχρόνι­ο ορίζοντα. Αναφέρομαι σε μακροχρόνι­ο ορίζοντα γιατί εκεί εστιάζουν την προσοχή τους οι «δραχμοφρου­ροί» αφού ακόμα και αυτοί οι ίδιοι καταλαβαίν­ουν ότι, σε βραχυχρόνι­ο ορίζοντα, οι οικονομικέ­ς εξελίξεις θα είναι δραματικές!

Βέβαια, μόνο αφελείς μπορούν να πιστέψουν ότι το πολιτικό/επενδυτικό ρίσκο θα μειωθεί εάν επιστρέψου­με στη δραχμή. Και τούτο επειδή η επιστροφή στη δραχμή θα πολλαπλασι­άσει τις γνωστές παθογένειε­ς του ελληνικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες βέβαια ευθύνονται τα μέγιστα για την οικονομική χρεοκοπία που ακόμα ταλανίζει την Ελλάδα μας. * Ο αρθρογράφο­ς είναι καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικο­ύ Τομέα στο Τμήμα Οικονομικώ­ν, Χρηματοοικ­ονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.

Οι «δραχμοφρου­ροί» δεν δίνουν λύση σε κανένα πρόβλημα.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece