Kathimerini Greek

Θέληση, πείσμα και επαγγελματ­ισμός

Οι βασικές αρχές που αφήνει ο Αριστείδης Αλαφούζος – «Μην ξεχνάτε, κύριοι, η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει», έλεγε στα δύσκολα

- Του ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ

Οσοι γνώρισαν από κοντά τον Αριστείδη Αλαφούζο συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι δεν ήταν ένας άνθρωπος που περνούσε απαρατήρητ­ος. Το απίστευτα γρήγορο μυαλό του, η θέληση και το πείσμα παντρεύτηκ­αν με τον επαγγελματ­ισμό και έγραψαν ιστορία. Ο «κύριος Αριστείδης», όπως τον αποκαλούσα­ν φίλοι και συνεργάτες, είχε το ένστικτο της επιτυχίας και έβλεπε πάντα μπροστά. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ήταν ο πρώτος Ελληνας επιχειρημα­τίας που επισκέφθηκ­ε, και αγάπησε, την Κίνα το 1968. Ούτε το γεγονός πως άνοιξε δρόμους σε όλες του τις καριέρες.

Εντονος συζητητής, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, ειδικά με τους ανθρώπους που ένιωθε κοντά του. «Αντώνη, η εφημερίδα έχει ελλείψεις, δεν είναι όπως τη φανταζόμου­ν», ήταν η φράση με την οποία συχνά καλωσόριζε τον αεί- και της Κατοχής, αποφάσισε ότι εκείνος θα προστάτευε την οικογένειά του. Αφοσιώθηκε στις σπουδές του στο αγαπημένο του Πολυτεχνεί­ο, αλλά ήθελε γρήγορα να βγάλει δικά του λεφτά. «Περάσαμε δύσκολα χρόνια, κύριοι, εμείς, να το θυμάστε», μας έλεγε κάθε φορά που ένιωθε ότι εμείς θεωρούσαμε δεδομένα τα πάντα την εποχή της βολής.

Αναρωτιέμα­ι τις τελευταίες ώρες τι μας άφησε πίσω ο Αριστείδης Αλαφούζος. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν μια τόσο ισχυρή προσωπικότ­ητα, που και εδώ μαζί μας να μην είναι κάθε μέρα στις 5 το απόγευμα, μας έχει βοηθήσει να εγγραφούν στο DNA της οικογένειά­ς του, της εφημερίδας και του καθενός ξεχωριστά από εμάς, οι βασικές του παραινέσει­ς/αρχές:

– Οτι είμαστε πολίτες του κόσμου.

– Πως σεβόμαστε τις συμφωνίες που κάνουμε.

– Οτι είμαστε αυστηροί και απαι- μνηστο Αντώνη Καρκαγιάνν­η, τον συνεργάτη του με τον οποίο δέθηκε περισσότερ­ο από όλους όσοι πέρασαν από το πηδάλιο αυτής της εφημερίδας. Η συγκεκριμέ­νη φράση δεν ήξερες ποτέ αν ήταν ένα αθώο πείραγμα ή μια «τεχνική» που σκόπευε να μας κάνει όλους πιο αυστηρούς με τον εαυτό μας. Οπου και αν αποσκοπούσ­ε, σίγουρα πέτυχε το δεύτερο.

Η «Κ» ήταν ο μεγάλος «έρωτας» του Αριστείδη Αλαφούζου στο δεύτερο μισό της ζωής του. Την πρόσεχε, τη φύλασσε από κακοτοπιές και –κυρίως– φρόντιζε μέχρι τέλους να μπορεί να είναι ανεξάρτητη. Συχνά-πυκνά μας διηγιόταν ιστορίες για κάποιον, δεν έχει σημασία ποιον, πρωθυπουργ­ό που του προσέφερε διάφορα ανταλλάγμα­τα για να είναι πιο «φιλική» μαζί του. «Εγώ δεν πήρα την εφημερίδα για να κάνω μπίζνες», σχολίαζε θυμωμένος κάθε φορά που διηγιόταν το περιστατικ­ό. Πράγματι, όταν έβλεπε εν ενεργεία πρω- θυπουργούς ή μιλούσε με κάποιον υπουργό, τα μόνα «ρουσφέτια» που ζητούσε αφορούσαν τη Σαντορίνη: ένα πάρκινγκ για τα λεωφορεία στην Οία, το μονοπάτι για την Αρμένη, η αφαλάτωση...

Η Σαντορίνη ήταν το ένα μέρος όπου καταλάγιαζ­αν όσα τον απασχολούσ­αν. Εκεί κάπως ένιωθε ότι γινόταν ένα με ανθρώπους που τον αγαπούσαν γιατί ήταν Σαντορινιό­ς. Ηταν ένας διαφορετικ­ός Αριστείδης στο νησί του. Του άρεσε να ρεμβάζει την Καλντέρα σε ένα μικρό τραπεζάκι μαζί με τη Λένα του. Εκλαιγε σαν μικρό παιδί όταν έπαιρνε τα γράμματα από τα παιδιά του Δημοτικού της Οίας, που τον ευχαριστού­σαν για τα δώρα που τους έστελνε κάθε Χριστούγεν­να. Και δεν νομίζω ότι τον έχω ακούσει τόσο ευχαριστημ­ένο και ήρεμο όσο μια Πρωτοχρονι­ά που την πέρασε στην Οία με τους συγχωριανο­ύς του, οι οποίοι είχαν φέρει τα δικά τους πεσκέσια.

Θα μας λείψει, σε όλους εμάς εδώ στην «Κ», ο Αριστείδης Αλαφούζος. Στην καθημερινή σύσκεψη της εφημερίδας ήταν το μόνιμο πνεύμα αντιλογίας. Περίμενε πολλά από τους συνεργάτες του, πολιτικούς φίλους του, τους ανθρώπους του γραφείου του. Αλλαζε γνώμη για τα πράγματα, αλλά ήταν δίκαιος και αναγνώριζε τα λάθη του. Ζύγιζε με προσοχή τους επισκέπτες του. Ηταν καλοπροαίρ­ετος, μερικές φορές πολύ καλοπροαίρ­ετος.

Ανήκε σε μια γενιά που πέρασε πολύ σκληρά. Οταν βρέθηκε ορφανός στα χρόνια του πολέμου τητικοί με τους άλλους, αλλά πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μας.

– Οτι τη δουλειά μας την κουβαλάμε παντού μαζί μας.

– Πως εφημερίδα δεν εκδίδουμε για να κερδίσουμε, αλλά ούτε και για να χάσουμε... λεφτά, γιατί αυτό μας δίνει μια πολύτιμη ανεξαρτησί­α.

Θα μας λείψει, βέβαια, το πιο στέρεο δοκάρι, ο «βράχος» που νιώθαμε ότι είχαμε για να ακουμπήσου­με πάνω του στα πολύ δύσκολα. Οταν έβλεπε, άλλωστε, καμιά φορά ότι απελπιζόμα­σταν καθώς η χώρα κατρακυλού­σε στην άβυσσο, έκλεινε πάντα τη σύσκεψη με το «μην ξεχνάτε, κύριοι, η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει».

Τώρα, αν ακούσουμε κάποια μέρα μέσα μας μια φωνή να μας λέει «μαντάρα τα έχετε κάνει εκεί κάτω» θα μας είναι οικεία, σχεδόν καλοδεχούμ­ενη, η απαιτητική αυστηρότητ­α, ακόμη και αν όλα θα είναι όπως τα ήθελε. Καλό σας ταξίδι, «κύριε Αριστείδη».

«Περάσαμε δύσκολα χρόνια, κύριοι, εμείς, να το θυμάστε», μας έλεγε κάθε φορά που ένιωθε ότι εμείς θεωρούσαμε δεδομένα τα πάντα την εποχή της βολής.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece