Βραζιλιάνοι μεσοαστοί και μεθυσμένος Σπάροου
«Aquarius» και «Οι πειρατές της Καραϊβικής» στις νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτής της εβδομάδας
Καθώς το καλοκαίρι πλησιάζει, δύο λογιών είναι οι ταινίες που αναμένεται να κυριαρχήσουν τις προσεχείς εβδομάδες: από τη μία οι (περισσότερο ή λιγότερο) ανάλαφρες σινεφίλ παραγωγές, ό,τι πρέπει για τη ραστώνη του θερινού σινεμά, και από την άλλη τα καθιερωμένα μπλοκμπάστερ, πολλά από τα οποία κοντεύουν πια διψήφιο αριθμό σίκουελ. Ενδεικτική αυτής της τάσης είναι και η παρούσα κινηματογραφική εβδομάδα.
Το «Αquarius» μας έρχεται από τη Βραζιλία, διά χειρός του σκηνοθέτη Κλέμπερ Μεντόζα Φίλιο, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να υψώσει τη φωνή του απέναντι σε πράγματα που νιώθει να αλλοιώνουν την ταυτότητα της χώρας του. Οι δικές του ανησυχίες, βέβαια, δεν αφορούν τις φαβέλες ή την πλειονότητα των φτωχών συμπατριωτών του, αλλά αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μεσοαστική τάξη. Η Κλάρα είναι μια συνταξιούχος μουσικοκριτικός, που ζει μόνη, μετά τον θάνατο του άνδρα της, στο καλόγουστο διαμέρισμά της, μέρος ενός γραφικού αλλά ερημωμένου πια συγκροτήματος κατοικιών (του Αquarius), στη παραλία της πόλης Ρεσίφε. Οταν κάποια μέρα οι εκπρόσωποι της κατασκευαστικής εταιρείας που έχει αγοράσει όλο το υπόλοιπο κτίριο θα παρουσιαστεί και στη δική της πόρτα, εκείνη θα αρνηθεί κατηγορηματικά να αφήσει το σπίτι της.
Ο Φίλιο δημιουργεί ένα μεγάλης διάρκειας (ίσως αχρείαστα) τρυφερό φιλμ με πρωταγωνίστρια μια δυναμική γυναίκα και τις μνήμες που εκείνη, ως κόρην οφθαλμού, είναι αποφασισμένη να προστατεύσει. Η Κλάρα ακούει μουσική από τα χιλιάδες βινύλια της συλλογής της, αγναντεύει τη θάλασσα από την αιώρα του καθιστικού της, έχει ακόμα την οικονομική άνεση να πληρώσει για τη συντροφιά ενός όμορφου νεαρού. Το φιλμ χρησιμοποιεί τη ρουτίνα της καθημερινότητας με τα σημαντικά και ασήμαντά της, προκειμένου να αναδείξει ακριβώς την αξία της· αξία η οποία απειλείται στο όνομα μιας δήθεν προόδου, που θεωρεί καθετί παλιό εξ ορισμού άχρηστο και παρωχημένο.
Περνώντας και στα μπλοκμπάστερ, αυτήν την εβδομάδα κατα- πλέει στις αίθουσες το σκαρί των «Πειρατών της Καραϊβικής: H εκδίκηση του Σαλαζάρ» (**), το οποίο συνεχίζει απτόητο τη σειρά ταινιών που φροντίζει, ώστε ο Τζόνι Ντεπ να ισοσκελίζει τη χασούρα από τους διάφορους γάμους, διαζύγια κ.ο.κ. Και είναι μάλλον κρίμα, διότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, του Κάπτεν Τζακ Σπάροου δηλαδή, είναι ο πληρέστερος και ο πιο επιτυχημένος από όσους έχει κατασκευάσει ο Αμερικανός ηθοποιός.
Εν πάση περιπτώσει, στους καινούργιους «Πειρατές» ο (διαρκώς μεθυσμένος) Κάπτεν Τζακ βρίσκεται σε αναζήτηση της θρυλικής τρίαινας του Ποσειδώνα, την οποία χρειάζεται για να νικήσει τον ζόμπι-καπετάνιο Σαλαζάρ (Χαβιέ Μπαρδέμ). Μαζί του έχει τον γιο του παλιόφιλου Γουίλ Τέρνερ (Μπρέντον Τουέιτς) και την πανέμορφη Καρίνα (Κάγια Σκοντελάριο). Η νέα ταινία έχει, ως συνήθως, εξαιρετικά ειδικά εφέ και μια-δυο καλοστημένες σκηνές δράσης. Πέραν τούτου όμως ουδέν, με το φινάλε να είναι τουλάχιστον αμήχανο, εκτός κι αν σηματοδοτεί όντως το τέλος της σειράς. Σε αυτή την περίπτωση, χαλάλι!
Η τρίτη νέα ταινία αφορά επί της ουσίας μια άλλη... ταινία. Και αυτό γιατί, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος, το «Chuck: Η ιστορία του πραγματικού
Ρόκι Μπαλμπόα» (**½) βιογραφεί τη φιγούρα από την οποία ο Σιλβέστερ Σταλόνε εμπνεύστηκε τον διάσημο ήρωά του. Πρόκειται για τον Τσακ Ουέπνερ, πωλητή αλκοολούχων ποτών και ημιεπαγγελματία πυγμάχο από το Νιου Τζέρσεϊ, ο οποίος το 1975 έφτασε να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο βαρέων βαρών, με αντίπαλο τον Μοχάμεντ Αλι. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία επικεντρώνεται κυρίως στην πολυτάραχη ζωή του Ουέπνερ έξω από το ρινγκ, γεμάτη από καταχρήσεις και ερωτικές περιπέτειες.