Kathimerini Greek

Και απ’ όξω ζωντανοί

-

ΟΛάνθιμος δεν έχει ανάγκη από Λανθιμικού­ς. Δεν έχει ανάγκη από εκείνους που αισθάνοντα­ι καθήκον τους να τον υποστηρίξο­υν, σαν να τον είχαμε στείλει στις Κάννες για να μας φέρει απόψε την «κούπα» – ένα εθνικό τρόπαιο. Η κουβέντα που άναψε για το αν η τελευταία του ταινία αξίζει ή δεν αξίζει τις χολερικές κριτικές, για το αν είναι ή δεν είναι εθνικώς κομπλεξικό να τρολάρει κανείς την υποψηφιότη­τά του για τον Χρυσό Φοίνικα, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερ­ο εκτός θέματος. Το θέμα της είναι ένας σκηνοθέτης του οποίου το μόνο ελληνικό χαρακτηρισ­τικό είναι μάλλον το διαβατήριο.

Οι ταινίες του Λάνθιμου δεν ήταν ελληνικές, ακόμη και όταν τις γύριζε στην Ελλάδα, ακόμη και όταν «μιλούσαν» ελληνικά. Τίποτε δεν στοιχειοθε­τούσε την ένταξή τους στα εθνικά συμφραζόμε­να – ούτε τα σενάριά τους, που είχαν ανιστορικό περιεχόμεν­ο· ούτε οι εικόνες· ούτε καν η γλώσσα, που μιλιόταν από πρωταγωνισ­τές σκηνοθετημ­ένους να την εκφέρουν αυστηρά χωρίς χρώμα, σε «ύφος» GPS: «Σε δέκα μέτρα στρίψτε δεξιά».

Αυτό το ιδίωμα αιφνιδίασε, βέβαια, μεγάλο μέρος της εγχώριας κριτικής – στρατευμέν­ης και αστράτευτη­ς. Για τους στρατευμέν­ους ο Λάνθιμος παραήταν αδογμάτιστ­ος και μεταμοντέρ­νος. Για τους αστράτευτο­υς παραήταν ντόπιος – δηλαδή εξ ορισμού επαρχιώτης– για να μπορεί να είναι αυθεντικά μεταμοντέρ­νος.

Ούτε όμως η ξένη κριτική, που γρήγορα ξεχώρισε τον Λάνθιμο, μπόρεσε να τον κατατάξει. Ο ορισμός του «Greek Weird», που του απονεμήθηκ­ε, είναι μη ορισμός. Μαρτυρεί περισσότερ­ο αμηχανία, παρά δυνατότητα ταξινόμηση­ς. Ληξιαρχικά κατέγραφε την καταγωγή του σκηνοθέτη, αλλά καλλιτεχνι­κά τον άφηνε ανεξήγητο. Τι ήταν αυτό που έβλεπαν; Ηταν σίγουρα αλλόκοτο.

Το πιο αλλόκοτο στον Λάνθιμο –και στον σεναριογρά­φο του, τον Φιλίππου– είναι ίσως ο τρόπος που απαλλάσσει το συναίσθημα από τον συναισθημα­τισμό και το στρέφει στον θεατή σαν γυμνό καλώδιο. Είναι όντως παράξενο για ένα δημιουργό, ο οποίος προέρχεται από μια κουλτούρα που κολυμπάει στον συναισθημα­τισμό, όπως κολυμπάει στο λάδι.

Οι ήρωες του Λάνθιμου σαρκάζουν χωρίς γέλιο. Σπαράζουν χωρίς πόνο. Είναι όπως το λέει εκείνο το τραγούδι του Αττίκ, που ακουγόταν στον «Αστακό»: Από μέσα πεθαμένοι, και απ’ όξω ζωντανοί.

Πώς να μη φρικάρουν οι θυρωροί της σινε-παράγκας; Αν πρέπει οπωσδήποτε να βρουν στον Λάνθιμο κάτι πολιτικό, αν πρέπει κάπως να τον προσαρμόσο­υν στα σχήματά τους, ας ξαναδούν τον «Κυνόδοντα». Ας τον ξαναδούν για να προσέξουν πώς ο οικιακός ολοκληρωτι­σμός του πατέρα–δικτάτορα καταστρώνε­ι τη δική του γλώσσα. Η δερμάτινη πολυθρόνα ονομάζεται «θάλασσα». Το πάτωμα ονομάζεται «εκδρομή». «Πληκτρολόγ­ιο» δεν είναι το πληκτρολόγ­ιο. Θα τους φανεί οικείο: Οι λέξεις επιστρατεύ­ονται ως αντίμετρα στα πράγματα.

Αν θέλουν να βρουν κάτι πολιτικό στο έργο του, ας δουν ξανά τον «Κυνόδοντα».

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece