Ο Κων. Καραμανλής και η δικτατορία
Οι εκτιμήσεις του Μακεδόνα πολιτικού για το καθεστώς και την αποκατάσταση της δημοκρατίας
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε, το 1963, αποχωρήσει από την πολιτική και από την Ελλάδα επειδή δεν μπορούσε να επιφέρει τη συνταγματική αναθεώρηση, την οποία θεωρούσε θεμελιώδη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας της χώρας. Σε εκείνα τα χρόνια, ο Καραμανλής και οι στενοί πολιτικοί του φίλοι έβλεπαν ως πρότυπο την ορμητική μεταρρυθμιστική δράση του Καρόλου ντε Γκωλ στη Γαλλία το 1958, όταν διαμορφώθηκε η Πέμπτη Δημοκρατία με ταχύτητα, σθένος και κεραυνοβόλες πρωτοβουλίες, χωρίς να διακυβευθεί το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αλλά τέτοιες προϋποθέσεις δεν υπήρχαν στην Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του 1960. Ηταν μια πικρή εποχή για τον Καραμανλή. Υπέστη από τους πολιτικούς του αντιπάλους χυδαίες επιθέσεις, δέχθηκε εμφανώς ασύστατες κατηγορίες, παρακολούθησε ακόμη και μια απόπειρα παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο, για ένα τεράστιο αναπτυξιακό έργο το οποίο συνέχιζε η κυβέρνηση η οποία αποπειράθηκε να τον παραπέμψει! Ακόμη και το 1966-67, η έλλειψη της θεμελιώδους προϋπόθεσης (η δυνατότητα συν- ταγματικής μεταρρύθμισης) τον ώθησε να απορρίψει προτάσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου αλλά και πολιτικών δυνάμεων (ΕΡΕ, «αποστάτες», Σπ. Μαρκεζίνης) να επανέλθει στην Ελλάδα και να αναλάβει την πρωθυπουργία: «υπό τας συνθήκας αυτάς [δηλαδή χωρίς θεσμική αναμόρφωση], και εάν εκέρδιζα τας εκλογάς, όπως με διαβεβαίουν, μετά εξάμηνον θα ευρισκόμουν εις την ανάγκην να φύγω και πάλιν από την πολιτικήν ή να καταφύγω σε κάποιο είδος εκτροπής».
Η επιβολή της δικτατορίας αποτελούσε, για τον Καραμανλή, τη χειρότερη δυνατή συνέχεια στην επώδυνα καθοδική πορεία της χώρας τα προηγούμενα χρόνια. Επρόκειτο για τον σφετερισμό της εξουσίας από ανθρώπους ανεξέλεγκτους, ανεπαρκείς και ανεύθυνους. Στο πλαίσιο αυτό, η ηγεσία της ελληνικής Κεντροδεξιάς –ο Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τα ηγετικά στελέχη της ΕΡΕ– συστηματικά ανήγειρε ένα αδιαπέραστο φράγμα μεταξύ των οπαδών της ΕΡΕ και των δικτατόρων, οι οποίοι έχασαν έτσι τη δυνατότητα μιας έμμεσης έστω «νομιμοποίησης» και εδραίωσης. Αυτό, όμως, ήταν μια αυτονόητη, «αμυντική» κίνηση. Πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί το μέλλον;