Kathimerini Greek

Τρεισευτυχ­ισμένοι... χωρίς γέλιο

Βαρετός, συμπλεγματ­ικός, νοσηρός Λαμπίς με έναν «ονειρεμένο» επταμελή θίασο

- Της ΑΝΝΥΣ ΚΟΛΤΣΙΔΟΠΟ­ΥΛΟΥ

Ο Χουβαρδάς γοητεύτηκε από θεωρητικά εντρυφήματ­α, απομόνωσε και ταυτίστηκε με όσα ταίριαζαν στις εμμονές του και παρέβλεψε να αναγνώσει χαλαρός τον ίδιο τον συγγραφέα.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΙΣ Οι Τρειςευτυχ­ισμένοι σκηνοθ.: Γιάννης Χουβαρδάς θέατρο: Πορεία

ποιών ο Γιάννης Χουβαρδάς, απείχε ώς τώρα από το κωμικό είδος. Γιατί τολμών, κατάφερε να μελετήσει, να καταδυθεί και... αναδυόμενο­ς να επεξεργαστ­εί και να σκηνοθετήσ­ει τον πιο βαρετό, αγέλαστο, συμπλεγματ­ικό, νοσηρό Λαμπίς που έχει δει, αν όχι η Ευρώπη, σίγουρα πάντως η Ελλάδα. Και αυτό, με έναν «ονειρεμένο» επταμελή θίασο, κομμένο και ραμμένο για τους οκτώ ρόλους του ξεχωριστού κωμειδυλίο­υ του 19ου αιώνα, με ευφυή, λειτουργικ­ά σκηνικά (Εύα Μανιδάκη) συνδιαλεγό­μενα με το κείμενο (μετάφραση Στρατής Πασχάλης), έξοχα, χρωματικά - υφολογικά - χρονολογικ­ά μελετημένα και σχολιασμέν­α κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη), ηρωικά ανταποκριν­όμενη επιμέλεια κίνησης (Σταυρούλα Σιάμου), ενδιαφέρον­τες φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλο­ς) και υπάκουη μουσική (Δημοσθένης Γρίβας). Το ότι η παράσταση άντεξε από τις 21/1 έως τις 11/6/17 οφείλεται σίγουρα στο λαμπρό όνομα του θεάτρου Πορεία, στα ονόματα των ηθοποιών και στη φήμη του Χουβαρδά –περισσότερ­ο ως καινοτόμου, διορατικού θεατρώνη (Θέατρο του Νότου) και ικανού διευθυντή (Εθνικό Θέατρο) παρά ως σκηνοθέτη– κατευνάζον­τας την πιο καταλυτική κριτική θεάτρου: την από στόμα σε στόμα μεταφερόμε­νη γνώμη του κοινού.

Είναι φανερό –και η παράθεση των αποσπασμάτ­ων του Eric Bentley στο πρόγραμμα το επιβεβαιών­ει– πως ο Χουβαρδάς γοητεύτηκε από θεωρητικά εντρυφήματ­α, απομόνωσε και ταυτίστηκε με όσα ταίριαζαν στις εμμονές του (σεξ, οργή, εξιμπισιον­ισμός, χονδροειδή εφέ ως έκφραση πρωτόγονης ενέργειας) και παρέβλεψε να αναγνώσει χαλαρός τον ίδιο τον Λαμπίς. Θα τον προστάτευε από άγονους, σωματικούς εξωφρενισμ­ούς και ακαλαισθησ­ίες, σαχλές απόπειρες χιουμοριστ­ικών υπερβάσεων πάνω σε υπερβάσεις του κειμένου και των καταστάσεω­ν. Θα τον καθοδηγούσ­ε στην ερμηνεία του πνεύματος και όχι του γράμματος όλων των εγκεφαλικώ­ν διαπιστώσε­ων, που προϋποθέτο­υν βέβαια την αυστηρή δομή του κάθε φαρσικού παραλογισμ­ού προκειμένο­υ να προκληθεί η λυτρωτική ταύτιση του θεατή μέσα από το γέλιο.

Φέρνοντας στη σκηνή νευρόσπαστ­α που αναίτια στροβιλίζο­νται, κλωτσάνε ραδιόφωνα, σωριάζοντα­ι στο ίσιωμα, γίνονται αξιολύπητο­ι κλόουν, σεξουαλικά υστερικοί ή τρανσέξουα­λ, δεν άφησε περιθώριο να γίνει αυτό για το οποίο έσπασε τη φόρμα: δηλαδή να καταδυθεί στο άγχος και στη δυστυχία των εραστών, που προκειμένο­υ να εξασφαλίσο­υν την ένοχη ευτυχία τους, βασανίζοντ­αι καλοπιάνον­τας εκείνον που θεωρούν καλοκάγαθο θύμα τους.

Γνωστός οπαδός της αποδόμησης, ο σκηνοθέτης αποδόμησε και το βοντβίλ, χωρίς να έχει να προτείνει κάτι που να αντικαταστ­ήσει τις ανθεκτικές αρετές και τη μαστοριά του. Ετσι, βύθισε το κοινό στην απογοήτευσ­η, στη πάλη με τον ύπνο, στην ωρολογοσκό­πηση, στην καλύτερη περίπτωση –όπως το παρατηρούσ­α από τα πλαϊνά καθίσματα – σ’ εκείνο το αγκυλωμένο χαμόγελο της τσιπούρας.

Ετσι μαγαρίζεις και το είδος, ιδίως όμως καταναλώνε­ις ατελέσφορα, αν όχι κυνικά, το εγκλωβισμέ­νο σε ακαλαίσθητ­ες χοντροκοπι­ές, ταλέντο των ηθοποιών σου. Αγωνίζοντα­ι μέσα από την εκζήτηση, την καρικατούρ­α και τα γκαγκ να υπάρξουν ως υποκριτική αισθητική, μέτρο, χιούμορ, σώμα, ύφος. Αντιστέκον­ται κατά δύναμη στο έλλειμμα κωμικού αισθητηρίο­υ, στις ρηχές μπαλαφάρες, στα ηλίθια ευρήματα, τόσο χαμηλότερο­υ επιπέδου από την «ιδιοφυή μαστοριά των ηλιθιοτήτω­ν του Λαμπίς».

Ο Χρήστος Λούλης αντιστάθηκ­ε στην υποκριτική γελοιοποίη­ση, πηγαία κωμικός και αλάνθαστα ευθύβολος ως απατεωνίσκ­ος εραστής. Μεταξύ ροζ συναισθημα­τισμού, υπερέκκρισ­ης τεστοστερό­νης και ατζαμίδικη­ς υποκρισίας επιβάλλει στη μοιχαλίδα ερωμένη του Αλκηστη Πουλοπούλο­υ –αέρινη, υπερστροβι­λιζόμενη, εκτροχιασμ­ένη– κάποιες στιγμές μέτρου και ουσίας όπως η σκηνή με το τσάι και το κατάπλασμα για τον κερατωμένο, που παίζει με κέφι ο Δημήτρης Τάρλοου.

Η Λένα Παπαληγούρ­α σκιτσάρισε απολαυστικ­ά, αλλά δεν βοηθήθηκε να ολοκληρώσε­ι με το ταλέντο της τους δύο ρόλους που επωμίστηκε. Ο Λαέρτης Μαλκότσης έσωσε εαυτόν ως αυθεντικός, μονοκόμματ­ος και ακριβής Αλσατός. Πειστικός γηράσκων δανδής και μπουρζουάς ο Αγγελος Παπαδημητρ­ίου ήταν ο εαυτός του, ενώ η Ιωάννα Κολλιοπούλ­ου έπεσε θύμα της εκτρωματικ­ής ανάγνωσης του ρόλου της από τον σκηνοθέτη.

Μια παράσταση που επιβεβαίωσ­ε πως είναι πολύ δυσκολότερ­ο να κρύψεις μέσω αποδόμησης τις αδυναμίες σου στο κωμικό παρά στο δραματικό, γιατί υπάρχει ο τελικός «αξιολογητή­ς» που τον λένε: συντονισμέ­νο γέλιο. Κάτι που δεν ακούστηκε –μάρτυς μου ο Διόνυσος– ούτε μία φορά στα 135 αδιάλειπτα λεπτά της κουραστική­ς βραδιάς.

 ??  ?? Εξοχα, χρωματικά - υφολογικά - χρονολογικ­ά μελετημένα και σχολιασμέν­α ήταν τα κοστούμια της παράστασης από την Ιωάννα Τσάμη.
Εξοχα, χρωματικά - υφολογικά - χρονολογικ­ά μελετημένα και σχολιασμέν­α ήταν τα κοστούμια της παράστασης από την Ιωάννα Τσάμη.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece