Μορφωμένοι οι περισσότεροι, αλλά άνεργοι
Την τελευταία δεκαπενταετία αυξήθηκαν τα εκπαιδευτικά εφόδια των νέων. Το 2000 το 43% είχε πτυχίο (από τεχνική σχολή έως και διδακτορικό), ενώ το 2014 το ποσοστό ήταν 51%. Μάλιστα, η πλειονότητα των νέων θεωρούν ότι οι επαγγελματικές δεξιότητές τους για την εργασία που επιθυμούν είναι απλώς «αρκετά κατάλληλες», με τους νεότερους να είναι περισσότερο σίγουροι. Το 49,4% των ατόμων 25-29 ετών δήλωσε ότι οι δεξιότητές τους είναι πολύ ή απολύτως κατάλληλες, έναντι 38,8% των νέων 30-34 που έχουν την ίδια πεποίθηση.
Ωστόσο, εν μέσω κρίσης, τα δομικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία επιδεινώθηκαν, ενώ σαρώθηκαν οι σταθερές. Ετσι οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην ανάπτυξη νέας οικονομικής δραστηριότητας, επιχείρησης ή ελεύθερου επαγγέλματος. Σε αυτό συμβάλλουν η γραφειοκρατία αλλά και η μεγάλη δυσπιστία και η απογοήτευση προς το πολιτικό πελατειακό σύστημα.
Συγκεκριμένα, οι νέοι που ανήκουν σε χαμηλές εισοδηματικές ομάδες, παρά τις μεγάλες προσπάθειές τους να βελτιώσουν το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, βλέπουν να εκμηδενίζονται οι δυνατότητές τους να πετύχουν οτιδήποτε ως εργαζόμενοι ή ως επαγγελματίες. Στα εσπερινά σχολεία και επαγγελματικά λύκεια, όπου φοιτούν παιδιά οικογενειών χαμηλού οικονομικού επιπέδου, αλλά και σε νέους που σπουδάζουν, κυριαρχούσε η αίσθηση του αποκλεισμού από την οικονομία και την πρωτεύουσα αγορά εργασίας.
Από την άλλη, στην έρευνα περιγράφεται μία νέα μορφή σκληρής κοινωνικής ανισότητας που συνδέεται με τη δομή της κατακερματισμένης αγοράς εργασίας. Ετσι, σε ένα μέρος της αγοράς εργασίας κυριαρχεί η ανασφάλεια, ή άτυπη και χαμηλόμισθη ή και απλήρωτη εργασία και εκεί απωθούνται ολοένα και περισσότερο οι νέοι, ακόμα και αυτοί που προέρχονται από τη μεσαία τάξη.
Λόγω της κρίσης, αυξήθηκε δραματικά η μερική απασχόληση στους νέους. Ενδεικτικά, στις ηλικίες 25-34 το ποσοστό ήταν 9,7% το 2000, 13,5% το 2010 και 24,4% το 2014. Ετσι, η αύξηση της προσωρινής και μερικής απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της ακούσιας μερικής απασχόλησης συχνά μαζί με τη στασιμότητα των μισθών, έχει αυξήσει τον αριθμό των ατόμων με χαμηλές ετήσιες απολαβές, ιδίως μεταξύ των γυναικών και των νέων. Η φτώχεια των εργαζομένων σχετίζεται, επίσης, με τα χαμηλά ποσοστά εργασίας ανά οικογένεια, δηλαδή οι ενήλικες της οικογένειας δεν εργάζονται αρκετά για να έχουν τα προς το ζην για ολόκληρο το νοικοκυριό. Αγαμοι γονείς, οικογένειες με έναν γονέα που δεν εργάζονται σε πλήρες ωράριο, καθώς και οικογένειες με έναν μισθωτό αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο της φτώχειας. Ετσι, με βάση τα στοιχεία της έρευνας βλέπουμε ότι οι άνεργοι νέοι καταγράφουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας (33%), ενώ ιδιαίτερα υψηλό είναι και το αντίστοιχο ποσοστό (27%) για τους μη οικονομικά ενεργούς νέους. Σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου φτώχειας, φαινόμενο που μελετήθηκε από τον διευθυντή Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύση Μπαλούρδο, είναι η μικρή ηλικία, το φύλο και άλλοι δημογραφικοί παράγοντες (π.χ. νέοι διαζευγμένοι), η χαμηλή εκπαίδευση και το μέγεθος του νοικοκυριού.
Στον αντίποδα, στον δημόσιο τομέα και στις μεγάλες επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι διατηρούν επαγγελματικά προνόμια, συνδικαλιστικά δικαιώματα και σχετικά μόνιμες θέσεις εργασίας που τους ακολουθούν συχνά και στην πρόωρη (αδικαιολόγητη) σύνταξη.
Στην έρευνα μετείχαν –πλην των κ. Χτούρη και Μπαλούρδου– οι Χριστόδουλος Μπέλλας (αναπλ. καθηγητής Παν. Αιγαίου), Γιώργος Σταλίδης (αναπλ. καθηγητής ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης), η μεταδιδακτορική ερευνήτρια Στέλλα Καλογεροπούλου και οι υποψήφιοι διδάκτορες Μάλαμα Ρενταρή, Φλώρα Τζελέπογλου, Κατερίνα Αποστολίδου, Ναταλία Σπυροπούλου και η Αναστασία Ζήση (αναπλ. καθηγήτρια Παν. Αιγαίου) ως συνεργαζόμενη εμπειρογνώμονας.
Η μερική απασχόληση στις ηλικίες 25-34 ετών αυξήθηκε, από 9,7% το 2000 σε 24,4% το 2014.