Από την μπαλάντα στο χέβι μέταλ
Το δοκίμασαν κάποιοι Βρετανοί πριν από τις εκλογές σαν κοινωνικό πείραμα: Καλούσαν τους «φίλους» τους στα κοινωνικά δίκτυα που είχαν άλλη πολιτική προτίμηση να εκδηλωθούν. Ηθελαν έτσι να επιβεβαιώσουν αν όντως έχουν κλειστεί σε «φούσκα» – στον ομογενοποιημένο μικρόκοσμο όπου καταλήγει κανείς, αφού έχει εξορίσει τους αντιφρονούντες, να ακούει μόνο την ηχώ των δικών του απόψεων.
Προορισμένη να αντηχήσει μέσα σε αυτό το αόρατο κέλυφος ήταν μάλλον και η ανάρτηση της Αφροδίτης Μάνου για τον Σόιμπλε. Προοριζόταν για όσους είναι ήδη πεπεισμένοι ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είναι «παράφρων», «σαδιστής», «λαομίσητος», «Αδόλφος» και βεβαίως «παραπληγικός», που δεν αξίζει καν να «τον κατατάσσει κανείς στους ανθρώπους». Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι δική της επινόηση. Μόνον όποιος έλειπε από την Ελλάδα την τελευταία επταετία –όποιος, ας πούμε, δεν έχει μπει σε αθηναϊκό ταξί ή δεν έτυχε να ακούσει πρωινό κήρυγμα στο ραδιόφωνο– μπορεί να αιφνιδιάστηκε από αυτό το είδος λόγου.
Τι είναι ο λόγος της Μάνου; Δημόσιος ή ιδιωτικός; Πρέπει να υπακούει στον νόμο και την πολιτική ορθότητα ή μπορεί να έχει την ακατάσχετη ροή του παραληρήματος; Πρέπει μια λοξή γλώσσα, όπως αυτή της Μάνου, να αυτολογοκρίνεται ή οφείλουμε να τής συγχωρήσουμε, καλλιτεχνική αδεία, την υπερβολή; Στα κοινωνικά δίκτυα αυτές οι διακρίσεις είναι πια ανέφικτες. Το μέσο σε παρασύρει να φωνάξεις, σαν να απευθυνόσουν μόνο στον καθρέφτη σου.
Φωνή υγρή, που ταίριαζε μάλλον σε μπαλάντες αστικής μελαγχολίας, η Μάνου δεν «φώναζε» ούτε όταν, νέα ακόμη, συνόδευε το αντάρτικο «χέβι μέταλ» της αδελφής της – της Μαρίας Δημητριάδη. Η υποτροπή από την μπαλάντα στο αντάρτικο ήταν, πάντως, η πορεία που ακολούθησαν στην κρίση οι περισσότεροι ομότεχνοί της – ιδίως όσοι ανήκαν σε αυτή, την πρώτη μεταπολιτευτική, γενιά που είχε τη «συνδικαλιστική» προπαίδεια για να ακολουθήσει τον συρμό του θυμού.
Η προσδοκία ότι αυτές οι φωνές θα μιλούσαν με συνείδηση «δημοσίου προσώπου», ότι θα μπορούσαν να αρθούν πάνω από την περιρρέουσα χολή, ήταν υπερβολική. Αφού αυτοί που είχαν επαγγελματικό καθήκον ψυχραιμίας –οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί– είχαν αποχαλινωθεί, πώς μπορούσε κανείς να ζητάει να τιθασευτούν οι καλλιτέχνες, που στο κάτω κάτω έχουν και δικαίωμα στην παρόρμηση;
Κι όμως. «Επαγγελματίες» και «ερασιτέχνες» διαμορφώνουν τη δημόσια σφαίρα εξ ίσου· κι ίσως οι δεύτεροι, οι επιφανείς μη ειδικοί, τη διαμορφώνουν ακόμη πιο επιδραστικά από τους απονομιμοποιημένους επαγγελματίες.
Κανένας κανόνας δεν μπορεί να εμποδίσει τον ανεύθυνο λόγο. Καμία «ορθότητα» δεν μπορεί να αναγκάσει τον καλλιτέχνη να παθιάζεται, χωρίς να φανατίζεται. Να καταγγέλλει χωρίς να μισεί. Να βρίζει χωρίς να γίνεται αυτό που βρίζει. Είναι ελεύθερος να φωνάζει μέχρι να κουφαθεί.