Ο Τραγουδιστής και ο «κίνδυνος»
Επομένως, μια τέτοια προσωπικότητα, η οποία συνιστούσε για τις ΗΠΑ μια απειλή εξίσου ισχυρή με τον ηγέτη οποιασδήποτε τριτοκοσμικής μπανανίας, έπρεπε πάση θυσία να φύγει από τη μέση. Μαντέψτε λοιπόν ποιο απ’ τα δύο κόμματα χρηματοδοτούσε η CIA, ποιο φρόντισε να εξοπλίσει μέχρι την τελική ανατροπή, καθώς και ποιος όπλισε το χέρι των οκτώ, σύμφωνα με την εκδοχή του Μάρλον Τζέιμς, επίδοξων δολοφόνων.
Στο πολυφωνικό αρχιτεκτόνημα του Τζέιμς κάθε σημαντικός χαρακτήρας έχει το δικαίωμα να πάρει τον λόγο. Οπως οι Ντίμους και ΜπαμΜπαμ, δύο τυχαίοι «ρούντις», δηλαδή έφηβοι εκτελεστές, που ξεπαστρεύουν αθώους και ένοχους για λογαριασμό των μεγάλων κομμάτων. Ή όπως η φωνακλού και αλλοπαρμένη Νίνα Μπέρτζες, που η βελόνα στο εσωτερικό της πικάπ έχει κολλήσει στη γλυκόπικρη μελωδία από τη φλογερή μα μοναδική βραδιά που πέρασε με τον Τραγουδιστή.
Αλλά κι ο Μπάρι Ντιφλόριο, ο σταθμάρχης της CIA στο νησί, που εργάζεται με τεχνοκρατική, ψυχροπολεμική ευσυνειδησία για την εξάλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου». Φυσικά, γνωρίζουμε και τους Ντον του Κίνγκστον, όπως τον κτηνώδη Πάπα-Λο και τον Τζόζι Γουέιλς, τον αψυχολόγητο και παραγνωρι- σμένο υπαρχηγό του. O Γουέιλς είναι το ολόγραμμα ενός υπαρκτού προσώπου, του Λέστερ Κόουκ, του βαρώνου του κρακ τη δεκαετία του ’80 και πατέρα του Κρίστοφερ «Ντάντας» Κόουκ, του διαδόχου του στον θρόνο του Πιο Ανηλεούς Γκάνγκστερ της Τζαμάικας – ψήγματα της ιστορίας του παραθέτει ο Τζον Τζερεμάια Σάλιβαν στο «The Last Wailer», το καταπληκτικό του άρθρο για τη συνάντησή του με τον Μπάνι Γουέιλερ, τον τελευταίο επιζώντα από την μπάντα του Μπομπ Μάρλεϊ. Και βέβαια υπάρχει και ο Αλεξ Πιρς, μυθοπλαστικό εκμαγείο του Τίμοθι Γουάιτ, βιογράφου του Μάρλεϊ και περιζήτητου μουσικού συντάκτη.
Ηταν τα επικαιροποιημένα πορίσματα της έρευνας του Γουάιτ σχετικά με την τύχη εκείνων που συμμετείχαν στην επίθεση στον Μάρλεϊ, που ενέπνευσαν τον Τζέιμς για να γράψει το μυθιστόρημα. Η πολυκύμαντη ιστορία των πολύ περισσότερων από επτά φόνων ολοκληρώνεται το 1991, χρονιά που ο Τίμοθι Γουάιτ δημοσίευσε το ρεπορτάζ του στο περιοδικό Spin. Μέχρι εκείνο το σημείο παρακολουθούμε τις ζωές των πιο ικανών, τυχερών και εντέλει τραγικών ηρώων, με ενδιάμεσους σταθμούς το 1979 και, ιδίως, το 1985, όταν κάποιοι έχουν πια μεταναστεύσει ή επιστρέ- ψει στη Νέα Υόρκη, ενώ άλλοι πηγαινοέρχονται από το Κίνγκστον στο Μαϊάμι και στη Νέα Υόρκη.
Η «Σύντομη ιστορία επτά φόνων» είναι πολλά πράγματα μαζί. Υποβλητικά και επιβλητικά γραμμένη, κατοικημένη με τρισδιάστατους χαρακτήρες, αλλά και έναν τετραδιάστατο Μπομπ Μάρλεϊ, που ανεβαίνει στους λογοτεχνικούς ουρανούς από τις σελίδες του βιβλίου ως αιθέρια, υπερβατική αλλά ευτυχώς όχι και αγιοποιημένη φιγούρα. Είναι επίσης φοδραρισμένη με πνευματώδεις διαλόγους που ηχούν σαν αντίλαλοι των στιχομυθιών που προσδίδουν στον «Υπόγειο κόσμο» του ΝτεΛίλο το μπρίο και τη ζωντάνια του. Και είναι φορτισμένη με πολυάριθμες αναφορές σε στίχους σκα, ρέγκε και κλασικών ροκ επιτυχιών καθώς και στις σειρές της εποχής, αλλά και φορτωμένη highbrow επιρροές που εκκινούν απ’ το «Καθώς Ψυχορραγώ» του Φόκνερ και καταλήγουν στο τηλεοπτικό «The Wire» του ΗΒΟ. Τέλος, είναι πολύ καλά μεταφρασμένη από τον Πάνο Τομαρά και κατατοπιστικά πλαισιωμένη από τον πρόλογο και το παράρτημα του Λάμπρου Φάτση. Αυτό το σοκαριστικό, αιματοβαμμένο και καθαρτήριο μυθιστόρημα είναι με διαφορά το καλύτερο από όσα βραβεύτηκαν με Booker την τελευταία δεκαετία.