Kathimerini Greek

Ενα εικοσιτετρ­άωρο με τον ποιητή Γιάννη Στίγκα

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ

08.00 Ξυπνάω, συνήθως βαρύς και κακόκεφος. Πρέπει σε μισή ώρα να είμαι στο νοσοκομείο να πάρω τα αίματα. Οταν εμφανίζομα­ι στους θαλάμους με τη λευκή ποδιά μου, οι ασθενείς λένε: «Θέλουμε τον ψηλό, τον ελαφροχέρη». Αυτό μου φτιάχνει κάπως τη διάθεση. Παίρνω το αίμα και μετά κάνω ένα αστείο του τύπου: «Μη μου πεις ότι σε πόνεσα – γιατί θα σκίσω το πτυχίο μου». Το αστείο έχει μια δόση αλήθειας. Ο ασθενής δεν πρέπει να πονάει. Αυτή είναι μία από τις βασικές υποχρεώσει­ς του γιατρού. Ο πόνος είναι παράλογο πράγμα, οφείλουμε να τον πολεμάμε. Ετσι μου έμαθαν οι δάσκαλοί μου, και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Συχνά οι φλέβες είναι δύσκολες, τριχοειδεί­ς, ανένδοτες. Είναι τότε που μπαίνεις με τη βελόνα και δεν βρίσκεις. Οποτε μου συμβαίνει αυτό, μουσκεύω στον ιδρώτα. Ετσι όπως είμαι σκυμμένος πάνω απ’ τον ασθενή, το μέτωπό μου στάζει στο χέρι του. Ζητώ συγγνώμη, σκουπίζω και ξαναδοκιμά­ζω. «Κάνε λίγο υπομονή, καλέ μου», του ψιθυρίζω, «τώρα θα το πετύχουμε». 14.30 με 15.00 Επιστρέφω στο σπίτι. Χτυπάω το κουδούνι. Εχω κλειδιά, αλλά δεν θέλω να τα χρησιμοποι­ήσω. Θέλω να μου ανοίξει η Ελένη. Εχει έναν μαγικό τρόπο αυτή η γυναίκα να ανοίγει την πόρτα. 19.00 Τοαπόγευμα είναι της μικρής. Θέλω κάθε απόγευμα να είναι δικό της. 21.00 Αν γράφω, γράφω. Δεν σηκώνει και πολλές αναλύσεις αυτό. Πάνω-κάτω, ό,τι σου έλεγα και πριν, για τα αίματα. Οσο ελαφροχέρη­ς και να είσαι, οι λέξεις είναι ανέν- δοτες. Οπως και με τις φλέβες, συχνά μπαίνεις και δεν βρίσκεις τον στόχο. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και ξαναδοκιμά­ζεις. 00.00 Στο κρεβάτι, συνήθως μ’ ένα βιβλίο. Τις τελευταίες ημέρες έχω ξαναπιάσει τα βιβλία του Γιάννη Κοντού. Τώρα που ο Γιάννης «έφυγε», δυσκολεύομ­αι να τον διαβάσω. Το μυαλό μου γλιστράει αλλού: θυμάμαι το γέλιο του, και το γέλιο του Γιάννη ήταν ανέκαθεν ένα άψογο σαμποτάζ. Ενα μεσημέρι περπατάγαμ­ε στην Πανεπιστημ­ίου, με έπιασε απ’ το μπράτσο και μου είπε: «Μικρέ, μην κοιτάς που γελάω, κατά βάθος είμαι θλιμμένος, σαν τους παλιούς κωμι- κούς». Τα βιβλία της Nευρολογία­ς λένε ότι οι αναμνήσεις μας είναι απλώς πρωτεΐνες. Αν και νευρολόγος, δεν πείθομαι.

Κατά τις 02.00

Νυστάζω– δεν νυστάζω, πρέπει να κοιμηθώ. Σβήνω το φως. Από τον ύπνο μου έχω αρκετά παράπονα. Τα περισσότερ­α όνειρά μου είναι μονόχρωμα. Σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε. Σαν να βρίσκομαι στον βυθό. Κάποτε, θυμάμαι, το είπα αυτό σ’ έναν φίλο –τεχνικός στο επάγγελμα– και μου είπε: «Γιάννη, είναι φανερό, χρειάζεσαι κάποιου είδους κεραία». Ο Γιάννης Στίγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ιατρική. Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του, «Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι», κυκλοφόρησ­ε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδ. Μικρή Αρκτος. Το 2004 κυκλοφόρησ­ε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η αλητεία του αίματος» (εκδ. Γαβριηλίδη­ς). Ακολούθησα­ν οι ποιητικές συλλογές: «Η όραση θ’ αρχίσει ξανά» (εκδ. Κέδρος, 2006), «Ισόπαλο τραύμα» (εκδ. Κέδρος, 2009), «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο» (εκδ. Μικρή Αρκτος 2012), «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο» (εκδ. Μικρή Αρκτος, 2014). Ποιήματά του έχουν μεταφραστε­ί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά, καταλανικά, σουηδικά, βουλγαρικά και σερβικά.

Οσο ελαφροχέρη­ς και να είσαι, οι λέξεις είναι ανένδοτες. Οπως και με τις φλέβες, συχνά μπαίνεις και δεν βρίσκεις τον στόχο.

 ??  ?? Γιάννης Στίγκας: «Από τον ύπνο μου έχω αρκετά παράπονα. Τα περισσότερ­α όνειρά μου είναι μονόχρωμα. Σε αποχρώσεις του μπλε. Σαν να βρίσκομαι στον βυθό».
Γιάννης Στίγκας: «Από τον ύπνο μου έχω αρκετά παράπονα. Τα περισσότερ­α όνειρά μου είναι μονόχρωμα. Σε αποχρώσεις του μπλε. Σαν να βρίσκομαι στον βυθό».
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece