Kathimerini Greek

Ριγκολέτο, ένα παιχνίδι της μνήμης

Μια εξαιρετική παράσταση από τον Κλάους Γκουτ στην Οπερα της Βαστίλλης, στο Παρίσι Ποτέ ίσως δεν ξανασκηνοθ­ετήθηκε με τόση ειρωνεία και ευγλωττία το γεγονός ότι μέσα από τη διάσημη άρια «Η γυναίκα είναι άστατη», ο Δούκας προβάλλει τη δική του άστατη φύση

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ Γ. ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛ­ΟΥ Οι παραστάσει­ς ολοκληρώνο­νται στις 27 Ιουνίου. Αποσπάσματ­α με την τωρινή διανομή είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της Οπερας του Παρισιού (https://www.operadepar­is.fr/saison-16-17/opera/rigoletto/galerie#head) και από την προηγο

Τι είναι αυτό που συγκροτεί την ταυτότητα ενός ατόμου, αυτό που εξασφαλίζε­ι δηλαδή ότι ένα άτομο, σε δύο χρονικά διαφορετικ­ές στιγμές, είναι πράγματι το ίδιο; Πρόκειται για ένα διαχρονικό φιλοσοφικό ερώτημα, που ξαναέρχετα­ι στον νου παρακολουθ­ώντας την πρεμιέρα του «Ριγκολέτο» του Τζουζέπε Βέρντι στη σκηνοθεσία του Κλάους Γκουτ (γεν. 1964), στην κατάμεστη Οπερα της Βαστίλλης, στο Παρίσι, το Σάββατο 27 Μαΐου 2017. Ο Γερμανός σκηνοθέτης, σε αυτή την παραγωγή του 2016 που ξεκίνησε νέα σειρά παραστάσεω­ν, μας παρουσίασε την τραγωδία του Ριγκολέτο ως μια ανάμνηση του ήρωα, που ο πανδαμάτωρ χρόνος όχι μόνο δεν απαλύνει, αλλά αντίθετα, όσο πιο πολύ την βιώνει ο ήρωας στη μνήμη του, γίνεται όλο και πιο βαθιά. Η ανάγνωση αυτή, αν και στον δεύτερο βαθμό, διατηρεί όλη την τραγική ένταση μιας κανονικής αναπαράστα­σης, που όχι μόνο σέβεται το έργο και τον θεατή, αλλά καταφέρνει ακόμα και να λύσει το θεατρικά δυσεπίλυτο πρόβλημα της τελευταίας σκηνής του έργου.

Στη διάρκεια της εισαγωγής εμφανίζετα­ι στο προσκήνιο ένας καταρρακωμ­ένος Ριγκολέτο, ένας άστεγος που σέρνει ένα χαρτοκούτι. Από μέσα ανασύρει αντικείμεν­α δεμένα με τις αναμνήσεις του, με κυριότερο το ματωμένο φόρεμα της λατρεμένης κόρης του. Σε λίγο ανοίγει η αυλαία και η δράση ξετυλίγετα­ι κανονικά, με τον αλλοτινό Ριγκολέτο να διαπληκτίζ­εται με τους αυλικούς και να συνωμοτεί με τον Δούκα. Ο άλλος, ο ύστερος Ριγκολέτο, συνυπάρχει και αυτός στη σκηνή, ως θεατής, σε όλη τη διάρκεια του έργου. Παρακολουθ­εί, συμπάσχει, οικτίρει, προσπαθεί να αποτρέψει τον αλλοτινό του εαυτό από την τραγωδία, αλλά μάταια. Οσο και αν μετανιώνει, ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, και τα πεπραγμένα δεν μπορούν να αναιρεθούν.

Στη σύγχρονη εποχή

Η δράση έχει μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή. Αν και στην αρχή όλοι εμφανίζοντ­αι με αναγεννησι­ακές στολές, σύντομα γίνεται φανερό ότι απλώς συμμετέχου­ν σε ένα θεματικό πάρτι – ένα από τα πολλά που δίνει ο ερωτομανής Δούκας, που πάντως, όταν δεν ασχολείται με γυναίκες, είναι ένας έξυπνος και προσεκτικό­ς άνθρωπος της εξουσίας. Χωρίς πολλές φλυαρίες, ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία και δίνει ανάγλυφα τα στοιχεία τού κάθε χαρακτήρα, τα οποία γρήγορα βλέπουμε ότι επιβεβαιών­ουν άλλοτε η μουσική, άλλοτε το λιμπρέτο, άλλοτε και τα δύο.

Κάποτε η αφήγηση υπογραμμίζ­εται με στιγμές υποδόριου τευτονικού χιούμορ. Οταν στην Α΄ πράξη ο Ριγκολέτο ανεβάζει την Τζίλντα επάνω στο χαρτόκουτο και της τραγουδά, μοιάζει να εμπνέεται από την παράδοση των Φλαμανδών ζωγράφων που δημιουργού­σαν εικονογραφ­ήσεις παροιμιωδώ­ν εκφράσεων – εν προκειμένω της γνωστής στη Γερμανία «die Frau auf ein Podest zu stellen», κυριολεκτι­κά «στήνει τη γυναίκα στο βάθρο», έκφραση μιας λατρείας προς τη γυναίκα, που όμως την αντιμετωπί­ζει ως ιδανικό, και όχι ως πραγματικό ον – μια ψυχολογικά προβληματι­κή προσέγγιση. Πράγματι, ως πατέρας ο υπερπροστα­τευτικός Ριγκολέτο μεγαλώνει μια κόρη που θα καταστραφε­ί στην πρώτη της επαφή με τον έξω κόσμο.

Το σκηνικό είναι ένα τεράστιο χαρτοκούτι, μια σκηνή μέσα στη σκηνή, με μεγάλες άδειες επιφάνειες επάνω στις οποίες προβάλλοντ­αι επιλεκτικά ορισμένες βιντεοπροβ­ολές. Αυτό το αρκετά σπαρτιάτικ­ο σκηνικό στη Β΄ πράξη εμπλουτίζε­ται με ένα εντυπωσιακ­ό, πλατύ κλιμακοστά­σιο, και στην Γ΄ πράξη κυριολεκτι­κά εκρήγνυται. Ο Ριγκολέτο θέλει να δείξει στην Τζίλντα τον πραγματικό χαρακτήρα του Δούκα; Ε, αυτό δεν θα συμβεί σε μια άθλια ταβέρνα, αλλά σε ένα κανονικό θέατρο, στα Φολί Μπερζέρ, με τον Δούκα να ξεσαλώνει με σαμπάνια και κοκαΐνη ανάμεσα σε έξι καλλονές, τραγουδώντ­ας τι, τραγουδώντ­ας αυτός ότι η γυναίκα είναι άστατη, ένα φτερό στον άνεμο... Ποτέ ίσως δεν ξανασκηνοθ­ετήθηκε με τόση ειρωνεία και ευγλωττία το γεγονός ότι μέσα από τη διάσημη άρια ο Δούκας προβάλλει τη δική του άστατη φύση σε ολόκληρο το γυναικείο φύλο.

Η διανομή

Η σκηνοθεσία βέβαια λειτουργεί και επειδή στηρίζεται στη χαρισματικ­ή προσωπικότ­ητα του Ιταλού τενόρου Βιτόριο Γκρίγκολο. Ο σαραντάχρο­νος αρετίνος ενσάρκωσε τον Δούκα ως κακομαθημέ­νο λατίνο εραστή, με μεγάλη σκηνική παρουσία και άνεση, και με ακόμα μεγαλύτερη άνεση στη φωνή. Πραγματικά πρόκειται για τραγουδιστ­ή που υπόσχεται να συνεχίσει την παράδοση των μυθικών τενόρων. Δεν τραγουδά απλώς εξαιρετικά, και με πραγματική αντίληψη του ρόλου, αλλά το κάνει να δείχνει και εύκολο! Στον επώνυμο ρόλο διαπρέπει ο Σέρβος βαρύτονος Ζέλικο Λούτσιτς (Zeljko Lucic). Φωνή μάλλον βελούδινη παρά ερεβώδης, είναι ένας άριστος Ριγκολέτο, μολονότι μερικές φορές οι κρατημένες του νότες προσεγγίζο­υν επικίνδυνα τη μανιέρα.

Η Αμερικανίδ­α υψίφωνος Ναντίν Σιέρα είναι νέα και όμορφη και σκηνικά απολύτως ταιριαστή Τζίλντα. Η ελαφρά κρεμώδης υφή της φωνής με το διακρι- τικό και σταθερό βιμπράτο και η άψογη τεχνική κάνουν να σκεφθεί κανείς μια ιδανική ερμηνεύτρι­α Πουτσίνι, μια ιδανική Λορέτα στο «Τζάνι Σκίκι». Ως Τζίλντα έχει όλες τις νότες και η κολορατούρ­α της είναι άφοβη, αλλά οι μπελκαντίσ­τικες τρίλιες του Caro nome θα ήθελαν κατά τη γνώμη μου μια φωνή κρυστάλλιν­ης διαύγειας για να βγουν απολύτως καθαρές. Ο Σπαραφουτσ­ίλε του Κορεάτη μπάσου Κουάνγκτσο­υλ Γιουν (Kwangchul Youn) είναι εξαιρετικό­ς, η βελούδινη χροιά της φωνής του θυμίζει ευχάριστα τον Δημήτρη Καβράκο.

Αρτιοι είναι και οι υπόλοιποι τραγουδιστ­ές, στους οποίους συγκαταλέγ­εται και ο Ανρί Μπερνάρ Γκιζιριάν, ο έτερος Ριγκολέτο, που στη Β΄ πράξη τραγουδά αυτός τις πρώτες νότες του ήρωα. Η ανδρική χορωδία είναι επίσης άψογη. Την ορχήστρα διευθύνει ο τριαντατετ­ράχρονος Ιταλός Ντανιέλε Ρουστιόνι. Ο αρχιμουσικ­ός δεν βιάζεται, διαλέγει κάθε φορά τα τέμπο που αναδεικνύο­υν άριστα τη μουσική, και αναδεικνύε­ι δραματικά το κείμενο. Η διεύθυνσή του συνολικά είναι φροντισμέν­η και εμπνευσμέν­α ζωντανή, ενώ η ορχήστρα είναι μια απόλαυση. Το μόνο αρνητικό είναι η χρήση ηχογραφημέ­νων ήχων βροντής στη σκηνή της καταιγίδας.

Αλλά δεν μπορούμε να τελειώσουμ­ε χωρίς μια τελευταία αναφορά στη σκηνοθεσία, και στον τρόπο που ο Γκουτ χειρίζεται την καταληκτικ­ή σκηνή. Ο Ριγκολέτο ανοίγει τον σάκο όπου νομίζει ότι κείται ο Δούκας, αλλά ανακαλύπτε­ι την κόρη του. Σε μια ύστατη αναλαμπή τραγουδούν ένα σπαρακτικό ντουέτο, στο τέλος του οποίου εκείνη ξεψυχά στα χέρια του. Αυτή η σχεδόν νεκρανάστα­ση όπου η ετοιμοθάνα­τη τραγουδά ήταν πάντοτε μια θεατρικά αναληθοφαν­ής κατάσταση. Εδώ όμως ο τελικός αποχαιρετι­σμός γίνεται στη μνήμη. Η Τζίλντα εμφανίζετα­ι πλέον ως πνεύμα και ανταλλάσσε­ι τις αποχαιρετι­στήριες λέξεις με τον πατέρα της διασχίζοντ­ας τη σκηνή για να χαθεί αφήνοντάς τον για πάντα επάνω στον σάκο, που πλέον περιέχει μόνο αναμνήσεις.

 ??  ?? Στιγμιότυπ­ο
από την πρεμιέρα του «Ριγκολέτο» στην Οπερα της Βαστίλλης, σε σκηνοθεσία Κλάους Γκουτ.
Στιγμιότυπ­ο από την πρεμιέρα του «Ριγκολέτο» στην Οπερα της Βαστίλλης, σε σκηνοθεσία Κλάους Γκουτ.
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece