Η συγγραφή είναι «μαστορική» δουλειά
Λίγοι θα μπορούσαν να μαντέψουν ότι ο ατίθασος δυσλεκτικός έφηβος που έμπλεκε σε φασαρίες στο Μισισιπί του ’60 θα γινόταν ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Αμερικανούς συγγραφείς. Οπως λέει, ανακάλυψε τον κόσμο της λογοτεχνίας πιο αργά από τους περισσότερους, λίγο πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, και ήρθε κοντά στον Φόκνερ και στον Ελιοτ. «Συνειδητοποίησα ότι τα μυθιστορήματα απεικόνιζαν μεν έναν εναλλακτικό κόσμο, αλλά δεν ήταν επιστημονική φαντασία, ήταν ο κόσμος μας. Διαβάζοντας καλή λογοτεχνία, κατάλαβα ότι αξίζει να μελετάς από κοντά τη ζωή», τονίζει. Η ήπια δυσλεξία του είχε ως αποτέλεσμα να διαβάζει πολύ αργά, αλλά και να αποκτήσει μια ευαισθησία στη γλώσσα και στις λέξεις. «Η συγγραφή για μένα είναι επιλογή της πρώτης λέξης, μετά της δεύτερης και μετά της τρίτης. Είναι κυρίως επιλογή λέξεων και όχι προτάσεων. Οι προτάσεις προκύπτουν φυσικά», σημειώνει.
Σήμερα ο Ρίτσαρντ Φορντ είναι 73 ετών και η χειραψία του παραμένει ατσάλινη. «Δεν με πειράζει ο χρόνος που περνάει. Νομίζω είναι ενδιαφέρον, θα έλεγα μέχρι και απολαυστικό. Εξωτερικά δεν έχω αλλάξει πολύ από τότε που ήμουν 43», μου λέει. Πριν από 10 χρόνια έκανε μια σοβαρή εγχείρηση και με το δάχτυλό του σχηματίζει μια νοητή ευθεία που ξεκινάει πίσω από το αριστερό αυτί του και καταλήγει στον λαιμό του. «Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι κανείς δεν μου είχε πει ποτέ ότι μπορεί να έχω καρκίνο και σκεφτόμουν ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δω πόσο θα άλλαζε τη ζωή μου, τι επίδραση θα είχε πάνω μου. Δεν φοβάμαι εύκολα και με έναν τρόπο που το μυαλό κυριαρχεί στην ύλη μού φάνηκε ότι θα ήταν ενδιαφέρον. Βγάζω τα προς το ζην με τα γεγονότα της ζωής τα τελευταία 50 χρόνια. Δεν βλέπω τον λόγο να αποστρέψω το βλέμμα μου σε αυτά απλώς και μόνον επειδή γερνάω», τονίζει.
Ο συνομιλητής μου είναι ψηλός, ευθυτενής και το ψυχρό γαλάζιο των ματιών του φωτίζει το ήρεμο λευκό του πρόσωπο. Ακόμη παίζει σκουός, κυνηγάει, σηκώνει βάρη και οδηγεί τη Χάρλεϊ Ντέιβιντσον που αγόρασε πριν από 30 χρόνια και ζυγίζει όσο ένα μικρό αυτοκίνητο. Αν και μόλις περάσει το φετινό καλοκαίρι σκέφτεται να τη χαρίσει σε ένα φίλο του στο Μέιν, όπου ζει τώρα με τη γυναίκα του Κριστίνα. «Μου αρέσει να χαρίζω τα πράγματά μου. Νιώθω μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση όταν δίνω τα πιο πολύτιμα πράγματα που έχω. Δεν ξέρω γιατί, μου συμβαίνει ενστικτωδώς», λέει. Κάνει το ίδιο και όταν γράφει; «Θα μπορούσε να το δει κάποιος και έτσι, όμως είναι τόσο πολλά αυτά που παίρνω πίσω από τη λογοτεχνία, που δεν νιώθω ότι δίνω τόσα. Προσπαθώ να κάνω τον εαυτό μου χρήσιμο για τους άλλους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη από κάτι που θα επαναβεβαιώσει τη σχέση τους με το γεγονός ότι είναι ζωντανοί.
Ο λόγος...
Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που γράφω βιβλία και αυτή είναι η επίδραση που έχουν τα βιβλία σε εμένα. Ακόμη και αν λένε δυσάρεστες ιστορίες, νομίζω ότι το να απευθύνεσαι στον κόσμο μέσα από ένα μυθιστόρημα σημαίνει ότι έχεις καταλάβει πως ο κόσμος πέρα από τον εαυτό σου αξίζει την προσοχή σου, πως μπορείς να είσαι καλύτερος στη ζωή, λιγότερο επιβλαβής», επισημαίνει.
Ωστόσο, δεν θεωρεί τον εαυτό του και τους συγγραφείς «καλλιτέχνες» και κάθε φορά που ένας συνάδελφός του αποκαλείται καλλιτέχνης ανατριχιάζει. «Πιστεύω ότι η συγγραφή μυθιστορημάτων είναι μια πιο “μαστορική” δουλειά. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες είναι καλλιτέχνες, αλλά οι μυθιστοριογράφοι είναι οι τεχνίτες που τοποθετούν το ένα τούβλο μετά το άλλο σε ένα οικοδόμημα που σχεδίασε ένας αρχιτέκτονας», λέει με έμφαση.