Καλές κριτικές, αλλά ένιωθε αποτυχημένος
Πίνει μια γουλιά από τον σκέτο αμερικανικό καφέ που παρήγγειλε, κάθεται πιο άνετα στην πολυθρόνα του και μου εξιστορεί το σημείο καμπής της καριέρας του. Στις αρχές του ’80 είχε εκδώσει δύο βιβλία, που αν και έλαβαν καλές κριτικές δεν πούλησαν τα αναμενόμενα, και ο Φορντ δούλεψε για κάποιο διάστημα ως αθλητικογράφος για ένα περιοδικό. Οταν εκείνο έκλεισε ήταν 37 ετών, παντρεμένος και άνεργος. «Ζούσαμε στο Νιου Τζέρσεϊ, ήμουν γενικά στο σπίτι, η γυναίκα μου πήγαινε στη δουλειά και άρχισα να μην αισθάνομαι χρήσιμος. Αναρωτήθηκα τι είχα κάνει στη ζωή μου που να άξιζε και το να γράφω μυθιστορήματα ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω. Ακόμη κι αν πίστευα ότι είχα αποτύχει σε αυτό. Οπότε σκέφτηκα να το προσπαθήσω ξανά και να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό από πριν», τονίζει. Γι’ αυτό ίσως δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι το περιοδικό TIME συμπεριέλαβε τον «Αθλητικογράφο» ανάμεσα στα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα του β΄ μισού του 20ού αιώνα, αλλά αυτό που δεν περίμενε ποτέ ήταν ότι ο ήρωάς του, ο Φρανκ Μπάσκομπ, θα συνέχιζε τη μυθιστορηματική του ζωή στην «Ημέρα Ανεξαρτησίας». «Δεν είχα ποτέ αυτήν τη φιλοδοξία. Δεν νομίζω ότι είμαι καλύτερος απ’ ό,τι πραγματικά είμαι, και μάλιστα είμαι λιγότερο καλός από αυτό που φαίνεται πως είμαι. Αυτό που κάνει ένα συγγραφέα “μεγάλο” είναι ότι γράφει βιβλία που τον κάνουν καλύτερο απ’ ό,τι είναι. Αν με γνώριζες αλλού δεν θα σκεφτόσουν ότι έγραψα ένα καλό βιβλίο. Θα πίστευες ίσως ότι είμαι ένας συμπαθητικός, συνηθισμένος, άνθρωπος, που είναι αλήθεια. Αλλά μέσα από την εξάσκηση, την τριβή, τη γαλβα- νιστική ένταση που απαιτεί το γράψιμο ενός βιβλίου, ένα άτομο μπορεί να γίνει εξυπνότερο απ’ ό,τι είναι όσο ετοιμάζει ένα βιβλίο. Ξέρω πως αυτό συνέβη με εμένα. Οταν τελειώνω ένα βιβλίο επιστρέφω στον πραγματικό μου εαυτό. Είναι λίγο απογοητευτικό, όμως από την άλλη δεν πειράζει», μου λέει γελώντας.
Είναι ενθουσιασμένος που η «Ημέρα Ανεξαρτησίας» εκδίδεται στην ελληνική γλώσσα περίπου 20 χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση στην Αμερική. «Για μένα σημαίνει ότι το βιβλίο έχει μια δυναμική που συνεχίζει και μετά τη στιγμή της δημιουργίας του. Η οπτική του για τον κόσμο που περιγράφει δεν έχει παλιώσει, δεν είναι άσχετη ή βαρετή», σημειώνει. Στο βιβλίο, ο Φρανκ είναι χωρισμένος, πουλάει ακίνητα και προσπαθεί να δεθεί με τον έφηβο γιο του το τριήμερο της 4ης Ιουλίου. Αν και ο ήρωάς του έχει καθιερωθεί ως «everyman», ως ο μέσος Αμερικανός, ο κ. Φορντ δεν αποδέχεται αυτή τη γενίκευση. Ως ένα βαθμό. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας μέσος τύπος Αμερικανού ή Ελληνα. Μία από τις λίγες διανοητικές ικανότητές μου είναι να αντιτίθεμαι σε κάθε συμβατική σοφία. Πριν καν υπάρξει ο Φρανκ, σκεφτόμουν πως όταν έγινα από συγγραφέας αθλητικογράφος το έκανα γιατί ήθελα μια λιγότερο απαιτητική δουλειά, πιο εύκολη και ευχάριστη, και σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε τίποτα κακό σε αυτό. Και σκέφτηκα ότι άξιζε να γράψω μια ιστορία γι’ αυτό. Δεν ήταν πρόθεσή μου να γίνει ο Φρανκ “everyman”, διότι δεν συμφωνώ με αυτήν τη γενίκευση, αλλά δεν με πειράζει που τον βλέπει ο κόσμος έτσι γιατί αυτό μου λέει ότι είναι αναγνωρίσιμος χαρακτήρας», τονίζει.