Δεν περνούν οι μειώσεις των αγαθών στους καταναλωτές
Το ποσοστό μετακύλισης στις τιμές καταναλωτή στην περίπτωση της αύξησης είναι 29,4%, ενώ στην περίπτωση της μείωσης 8,1%
Οι τιμές αυξάνονται εύκολα και γρήγορα, αλλά μειώνονται δύσκολα και αργά. Είναι ένα από τα «αξιώματα» της ελληνικής –και όχι μόνον– οικονομίας, χαρακτηριστικό όχι μόνον των τελευταίων ετών. Απλώς, τα τελευταία έτη οι συνέπειες από αυτήν την ακαμψία των τιμών έγιναν πιο έντονες και συνάμα πιο επώδυνες για την τσέπη της συντριπτικής πλειονότητας των καταναλωτών, δεδομένου ότι η υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος έγινε με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ελάχιστα αντελήφθησαν οι καταναλωτές τα όποια θετικά στοιχεία μπορεί να έχει ένα αρνητικό εκ των πραγμάτων φαινόμενο, όπως είναι ο αντιπληθωρισμός, που διήρκεσε στην Ελλάδα 45 μήνες, από τον Μάρτιο του 2013 έως και τον Νοέμβριο του 2016.
Τα αξιώματα δεν χρειάζονται από- δειξη. Ωστόσο, τα στοιχεία της Eurostat, και συγκεκριμένα του Παρατηρητηρίου Τιμών Τροφίμων, που παρακολουθεί τη διαμόρφωση των τιμών από το χωράφι στο ράφι, επιβεβαιώνουν αυτό που αντιμετωπίζουμε ως καταναλωτές. Τα στοιχεία της Eurostat προέκυψαν από την εξέταση των διαθέσιμων δεδομένων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης την περίοδο 2005-2014 και σκιαγραφούν την εικόνα που επικρατεί στη διαμόρφωση των τιμών. Αποτελεί δε στη φάση αυτή πειραματική εργασία της Eurostat και δίνουν, αν μη τι άλλο, ισχυρές ενδείξεις για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών.
Ετσι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όταν μεταβάλλονται οι τιμές της βιομηχανίας, διαφορετικό είναι το ποσοστό μετάδοσης –ή μετακύλισης– στις τιμές καταναλωτή στην περίπτωση αύξησης των τιμών απ’ ό,τι στην περίπτωση μείωσης: στην πε- ρίπτωση της αύξησης είναι 29,4%, ενώ στην περίπτωση της μείωσης είναι πολύ χαμηλότερο, 8,1%. Με άλλα λόγια, οι αυξήσεις μετακυλίονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στη λιανική, στην περίπτωση των τροφίμων πάντα, σε σύγκριση με τη μετακύλιση των μειώσεων. Aυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά συναντάται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Υπάρχουν, ωστόσο, χώρες, όπως, για παράδειγμα, η Γερμανία, όπου παρατηρείται σχεδόν ο ίδιος βαθμός μετάδοσης των αυξήσεων και μειώσεων στις τιμές λιανικής, αλλά και χώρες όπως η Τσεχία, η Ελβετία και η Ισπανία, όπου είναι υψηλότερος ο βαθμός μετάδοσης των μειώσεων.
Ο βαθμός μετάδοσης των αυξήσεων στην Ελλάδα είναι διαφορετικός αναλόγως του κλάδου τροφίμων. Ετσι, στην περίπτωση του ψωμιού - δημητριακών το ποσοστό μετάδοσης της αύξησης είναι 19,7% και της μείωσης μόλις 4,9%, ενώ στην κατηγορία του κρέατος παρατηρείται συμμετρία, με το ποσοστό μετάδοσης της αύξησης και της μείωσης να είναι περίπου ίδιο (19,8% και 19,3%, αντιστοίχως).
Το παράδοξο είναι ότι στο πρώτο στάδιο, από το χωράφι στη μεταποίηση, παρατηρούνται αντίστροφες τάσεις από τις παραπάνω, κάτι που ενδεχομένως υποκρύπτει τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται κλάδοι καλλιεργητών στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις τους με τη βιομηχανία. Στην κατηγορία ψωμιού - δημητριακών μετακυλίονται περισσότερο οι μειώσεις των τιμών γεωργικών προϊόντων στις τιμές μεταποίησης (19,1%) σε σύγκριση με τις αυξήσεις (16,6%). Από την άλλη, στο κρέας οι αυξήσεις μετακυλίονται σε ποσοστό 90,1%, ενώ οι μειώσεις κατά 30,1%.
Ζημιωμένος είναι ο καταναλωτής, με βάση, τέλος, τα στοιχεία του ποσοστού μετακύλισης των αυξήσεων και των μειώσεων στις τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων. Στο σύνολο των τροφίμων, οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών γεωργικών προϊόντων μεταδίδονται στις τιμές καταναλωτή σε ποσοστό 7,5%, ενώ η μείωση σε ποσοστό 4,1%. Στα λαχανικά ειδικά, η αύξηση περνάει σε ποσοστό σχεδόν 60% στις τιμές καταναλωτή, ενώ η μείωση σε ποσοστό περίπου 35%.
Στην κατηγορία ψωμιού - δημητριακών, το ποσοστό μετάδοσης της αύξησης είναι 19,7% και της μείωσης μόλις 4,9%.