Εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές η Ελλάδα
Το πάθημα φαίνεται ότι δεν έχει γίνει ακόμη μάθημα και, παρά τα επτά και πλέον συναπτά έτη ύφεσης, η περίφημη αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ακόμη στη θεωρία. Χωρίς κανείς να θέλει να παραγνωρίσει σημαντικές μεν, μεμονωμένες δε προσπάθειες, το βέβαιον είναι ότι η παραγωγική βάση της Ελλάδας παραμένει ρηχή, γεγονός που την καθιστά εξαιρετικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές και την οικονομία της ιδιαιτέρως ευάλωτη στις όποιες διακυμάνσεις τιμών των εισαγόμενων τελικών καταναλωτικών αλλά και ενδιάμεσων αγαθών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό επίδρασης των τιμών εισαγωγής γεωργικών προϊόντων στις τιμές της μεταποίησης είναι εξαιρετικά υψηλό, 33,7%, και στις τελικές τιμές καταναλωτή είναι 21,1%. Αυτά τα στοιχεία, μάλιστα, δεν αποτελούν μια «φωτογραφία» της στιγμής, αλλά έχουν προκύψει από την ανάλυση σειράς δε- δομένων μιας μακρόχρονης περιόδου, από το 2005 έως το 2014. Το πρόβλημα είναι ότι από τις αρχές του 2017 παρατηρείται σημαντική άνοδος των τιμών εισαγωγής, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών σε σειρά προϊόντων (εξαιρουμένης της ενέργειας, η αξία της οποίας έχει αυξηθεί λόγω της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου). Τον Ιανουάριο του 2017, ο δείκτης τιμών εισαγωγής στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 4,9% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016. Η διαμόρφωση, μάλιστα, του δείκτη τιμών εισαγωγής στα τρόφιμα στις 118,5 μονάδες τον Ιανουάριο του 2017 αποτελεί το υψηλότερο σημείο στο οποίο έχει βρεθεί, σύμφωνα με τη Eurostat, τουλάχιστον από το 2005.
Στο τετράμηνο Ιανουαρίου - Απριλίου 2017, οι εισαγωγές τροφίμων ανήλθαν σε αξία σε 1,77 δισ. ευρώ έναντι 1,67 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τετράμηνο του 2016, οι εισαγωγές πρώτων υλών διαμορφώθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2017 σε 417,5 εκατ. ευρώ έναντι 366,5 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Την περίοδο από τον Μάρτιο του 2013 έως και τον Νοέμβριο του 2016, την περίοδο που είχαμε 45 συνεχείς μήνες αντιπληθωρισμού, ο εισαγόμενος πληθωρισμός καθυστερούσε τη διόρθωση των τιμών, υπό την έννοια ότι σε κάποια βασικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα, οι τιμές θα μπορούσαν να βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα.
Στην παρούσα φάση, η επίδραση του εισαγόμενου πληθωρισμού είναι επίσης πολύ έντονη, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις αυξήσεις που προκαλεί η άλλη σημαντική αιτία διατήρησης των τιμών βασικών προϊόντων, αλλά και κάποιων υπηρεσιών, σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια, και δη οι έμμεσοι φόροι, οι αυξήσεις των οποίων τα τελευταία χρόνια τείνουν να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα.
Ας αναλογισθούμε ότι ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ βρίσκεται πλέον στο 24% από 9% προ κρίσης, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης έχουν αυξηθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια σε καύσιμα, ποτά και προϊόντα καπνού, ενώ έχει επιβληθεί σειρά τελών σε διάφορες υπηρεσίες, όπως είναι, για παράδειγμα, οι τηλεπικοινωνίες. Η δυσκολία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων μέσα από τον μεγαλύτερο περιορισμό των δαπανών ή μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για γρήγορη αποκλιμάκωση των παραπάνω φόρων, κάτι που είδαμε, άλλωστε, να συμβαίνει με τον ΦΠΑ στην εστίαση.
Τον Ιανουάριο του 2017, ο δείκτης τιμών εισαγωγής στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 4,9% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016.