Το «στοίχημα» των 270 δισ. ευρώ
Παγίδα αναιμικής ανάκαμψης την επόμενη 5ετία, εάν η χώρα δεν καταφέρει να προσελκύσει επενδύσεις
Οι επενδυτικές ανάγκες που χρειάζεται η ελληνική οικονομία κατά την επόμενη πενταετία προκειμένου να μπορέσει να αναπτυχτεί με υγιή και διατηρήσιμο τρόπο ανέρχονται στα 270 δισ. ευρώ.
Η αδυναμία της χώρας, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, να προσελκύσει τέτοια κεφάλαια από το εξωτερικό, σε συνδυασμό με την απουσία επαρκών κεφαλαίων για μια τέτοιου εύρους χρηματοδότηση από τις ελληνικές τράπεζες, καθιστά τις προοπτικές της ανάκαμψης, επιεικώς, ισχνές. Με δεδομένο το παραπάνω κενό χρηματοδότησης, η οποιαδήποτε ανάκαμψη τυχόν σημειωθεί θα είναι πιθανότατα κατά 40% ασθενέστερη από ό,τι θα μπορούσε, δείχνει η επεξεργασία στοιχείων από τη διεθνή εμπειρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αυτά προκύπτουν από εκτενή μελέτη της PricewaterhouseCoopers (PWC) για την ελληνική οικονομία («Από την ύφεση στην αναιμική ανάκαμψη», Ιούνιος 2017), στην οποία υπολογίζεται επίσης πως από το 2009 έως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό, συνολικά της τάξης των 540 δισ. ευρώ. Ελλειμμα χρηματοδότησης
Οι αριθμοί αυτοί, ασφαλώς, ζαλίζουν και αποκαλύπτουν το εύρος της ζημίας που έχει συντελεστεί αλλά και των κεφαλαίων που πρέπει να εμπιστευτούν τη χώρα για να βγει, με υγιή τρόπο, από την κρίση. Κρίνεται έτσι ως εξαιρετικά πιθανό το ότι η ανάκαμψη, όταν αυτή έρθει τελικά, θα υποφέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης.
«Οι επενδύσεις στην Ελλάδα ιστορικά σχετίζονται με την αύξηση του ΑΕΠ και μετά το 2009 κατέρρευσαν, δημιουργώντας προϋποθέσεις τεχνολογικής και ανταγωνιστικής υστέρησης. Το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρέμεινε χαμηλό, λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) συνεισφέρουν λιγότερο από 10% του συνόλου των επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας εξαιτίας των περιορισμένων επενδύσεων. Και ενώ οι επενδυτικές ανάγκες, για την περίοδο 2017 - 2022, συμβατές με ταχεία οικονομική μεγέθυνση, εκτιμώνται σε περίπου 270 δισ. ευρώ, οι τρέχουσες ροές χρηματοδότησης δεν επαρκούν για να τις καλύψουν», σημειώνει η PWC.
Παράλληλα, διαπιστώνονται σοβαρές δομικές δυσκολίες για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλές αποδόσεις, δεν υπάρχει πιστωτική επέκταση, οι αποταμιεύσεις δεν αυξάνονται, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διευρύνονται και η «μαλακή» χρηματοδότηση (όπως κονδύλια από τα ευρωπαϊκά ταμεία) έχει συρρικνωθεί. «Το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τη χώρα αυξάνει τις απαιτήσεις απόδοσης των επενδυτών και οδηγεί στο έλλειμμα χρηματοδότησης που παρατηρείται.
Επιπλέον το έλλειμμα εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με τον εγγενή κίνδυνο της κάθε επένδυσης, ξεπερνά γενικά την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης μετά από φόρους. Ετσι, η Ελλάδα έχει μπει σε φαύλο κύκλο ύφεσης και πιστωτικής ανεπάρκειας που έχει υπονομεύσει πλήρως την ανταγωνιστικότητα», εξηγούν οι οικονομολόγοι του διεθνούς συμβουλευτικού οίκου.
Επειτα από μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, παρουσιάζονται περιπτώσεις όπου η ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς την αντίστοιχη χρηματοδότηση είναι εφικτή. Σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ («Creditless Recoveries», 2011), μη χρηματοδοτούμενη αποκαλείται μια ανάκαμψη όταν κατά τα τρία πρώτα χρόνια της η μεταβολή της τραπεζικής πίστωσης είναι μηδενική ή αρνητική. Αν και είναι πιο συχνή η εμφάνισή της στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις αναδυόμενες αγορές, παρ’ όλα αυτά παρουσιάζεται και σε αναπτυγμένες χώρες.
Για να περιοριστεί το φαινόμενο της ανεπαρκούς πίστωσης, απαιτούνται πολιτικές για την αποκατάσταση της προσφοράς της πίστωσης, την άμβλυνση των επιπτώσεων της απομόχλευσης στην οικονομία και την αντιμετώπιση της έλλειψης κεφαλαίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Σε μελέτες του το ΔΝΤ («Creditless Recoveries», IMF 2011) και η ΕΚΤ («Determinants of Creditless Recoveries», ECB 2011) υποστηρίζει πως η ανάκαμψη έπειτα από μια ύφεση μπορεί να συμβεί είτε με πρόσβαση σε χρηματοδότηση είτε χωρίς. Η συχνότητα εμφάνισης μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης είναι 1 στις 5 φορές, με περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης σε λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες.
Αλλά ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης σε μία χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη είναι κατά μέσον όρο 40% υψηλότερος από τον αντίστοιχο της μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης κατά τα τρία πρώτα χρόνια.
Η Ελλάδα έχει μπει σε φαύλο κύκλο ύφεσης και πιστωτικής ανεπάρκειας, που έχει υπονομεύσει πλήρως την ανταγωνιστικότητα.