Σχεδιάζοντας σήμερα το μέλλον σε ουρανό και θάλασσα
Η προμήθεια τριών φρεγατών τύπου FDI με κόστος 2,9 δισ. ευρώ και παραδόσεις εντός του 2025 (δύο πλοία) και του 2026 (το τρίτο), με προαίρεση αγοράς και μιας τέταρτης, είναι ένα άλμα εκσυγχρονισμού του Π.Ν. Δεν είναι ωστόσο το τέλος και ούτε θα μπορούσε να είναι, δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης, αλλά και των επιχειρησιακών αναγκών. Ο στόλος φρεγατών του Π.Ν. απαρτίζεται (με βάση το επιχειρησιακό «οργανόγραμμα») από 13 πλοία, εκ των οποίων 9 ολλανδικές (S) και 4 γερμανικές (ΜΕΚΟ). Στη πρώτη περίπτωση των S, η μέση ηλικία των πλοίων προσεγγίζει τα 39-40 έτη και σε εκείνη των ΜΕΚΟ τα 25. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και αν ναυπηγηθούν τέσσερις FDI, όσο προηγμένες και αν είναι, δεν μπορούν να καλύψουν το κενό που θα δημιουργηθεί την
επόμενη δεκαετία από τη σταδιακή απόσυρση των παλαιότερων και πιο παρωχημένων μονάδων, που αυτήν τη στιγμή κυριολεκτικά έχουν υπερβεί κατά δύο και τρεις φορές τα απώτατα χρονικά όρια των προδιαγραφών τους.
Αυτή η πραγματικότητα είναι και ο λόγος που μεταξύ Π.Ν. και Naval δεν έχουν σταματήσει καθόλου οι συζητήσεις για την προμήθεια κορβετών τύπου Gowind.
Ο λόγος που η Αθήνα δεν προχωράει αυτή τη στιγμή στη συζήτηση για 3+1 κορβέτες Gowind είναι αρχικά δημοσιονομικός, καθώς προτιμά τη μετακύλιση του σχετικού κόστους στο επόμενο (δημοσιονομικό) έτος, αλλά και διότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν ναυπηγεία που μπορούν να αναλάβουν αυτό το έργο στην Ελλάδα.
Εφόσον προχωρήσει αυτός ο σχεδιασμός, όπως τον έχουν στο μυαλό τους οι επιτελείς, ένα πιθανό μελλοντικό Π.Ν. (με ορίζοντα το 2028) θα απαρτίζεται από 10-12 πλοία, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα θα είναι γαλλικά. Η μετατροπή του Π.Ν. σε ένα «μίνι» γαλλικό ναυτικό κρύβει κάποιους κινδύνους, οι οποίοι συνδέονται κυρίως με την ψηφιακή μετάβαση. Οι συμφωνίες είναι καλές, ωστόσο το Π.Ν. αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση, εκείνη της εξεύρεσης προσωπικού το οποίο θα μπορέσει να χειριστεί αυτές τις νέου τύπου ψηφιακές πλατφόρμες πολέμου που είναι οι FDI και –εν καιρώ– οι Gowind.
Ηδη αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστια ανησυχία στο Π.Ν. για τη διαρκή «διαρροή» στελεχών, ακόμη και προτού θεμελιωθεί το δικαίωμα σύνταξης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει, πέρα από την αγορά εξοπλισμών, το ελληνικό κράτος να επενδύσει σημαντικά αφενός στην εκπαίδευση των νέων στελεχών σε συστήματα που έως τώρα ήταν άγνωστα (ή έστω μερικώς γνωστά) για το Π.Ν., αλλά και να δημιουργήσει τις συνθήκες για την προσέλκυση ταλέντου. Στους προβληματισμούς όλων όσοι κληθούν να διαχειριστούν αυτή την «ψηφιακή μετάβαση» του Π.Ν., περιλαμβάνεται η αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών, που είναι σχεδιασμένες να εξυπηρετούν πλοία προηγούμενων δεκαετιών. Ενώ εξίσου αιτιολογημένος είναι και ο προβληματισμός από την απουσία συμμετοχής της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, τουλάχιστον με βάση τις μέχρι τώρα εξαγγελίες.
Διαλειτουργικότητα
Ενα Π.Ν. με επίκεντρο τις FDI εκ των πραγμάτων θα μπορεί να είναι επιχειρησιακά διαλειτουργικό με μια ολοένα πιο «γαλλική» Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.), η οποία από το τέλος του έτους θα αρχίσει να παραλαμβάνει τα πρώτα μαχητικά τύπου Rafale τα οποία έχουν ήδη «προικισθεί» με υποστρατηγικού χαρακτήρα πυραύλους τύπου SCALP. Στην
παρούσα στιγμή οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών για τις FDI δεν έχουν καταλήξει στο εάν θα περιληφθούν στο πακέτο και ναυτικοί SCALP (Naval Cruise Missiles) με δυνατότητα μακρού πλήγματος μέχρι και σε βάθος 1.000 χιλιομέτρων.
Αυτό το «γαλλικό» δικτυοκεντρικό περιβάλλον θα μπορεί, επίσης, να συνεργαστεί άψογα με τη μελλοντική ραχοκοκαλιά της Π.Α., δηλαδή τα αναβαθμισμένα F-16 Viper. Αλλωστε, τα ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης των νέων F-16 V ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα Sea Fire των φρεγατών FDI (το λεγόμενο AESA). Και βεβαίως, είναι απολύτως σαφές ότι σε ένα τέτοιο εξελιγμένο περιβάλλον επιχειρήσεων, πιθανή μελλοντική επιλογή μετάβασης στα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 θα γίνει πολύ ομαλότερα.
Με ορίζοντα το 2028, ο στόλος αναμένεται να απαρτίζεται από 10-12 πλοία, τα οποία στη συντριπτική πλειονότητά τους θα είναι γαλλικά.