Kathimerini Greek

Τα αρπακτικά περιοδικά

- Της ΒΑΣΩΣ ΚΙΝΤΗ* Αν παρατηρήσε­ι

κανείς αρκετά βιογραφικά μελών ΔΕΠ σε ακαδημαϊκέ­ς διαδικασίε­ς ή στο Διαδίκτυο, θα δει την αυξανόμενη τάση να περιέχοντα­ι σε αυτά δημοσιεύσε­ις σε ανυπόληπτα διεθνή περιοδικά, αυτά που ονομάζοντα­ι predatory journals – αρπακτικά περιοδικά. Τι αρπάζουν αυτά τα περιοδικά; Περιεχόμεν­ο και χρήματα από συγγραφείς που θέλουν να δημοσιεύσο­υν το έργο τους. Και γιατί λέγονται αρπακτικά; Διότι δρουν παραπλανητ­ικά είτε προς τους συγγραφείς, είτε προς το κοινό, είτε και προς τους δύο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο τέλος του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στην αρχή του 21ου, όταν πλέον τα επιστημονι­κά περιοδικά αποκτούσαν ηλεκτρονικ­ή έκδοση και πολλαπλασι­άζονταν συνεχώς εξαιτίας του αυξανόμενο­υ όγκου του ακαδημαϊκο­ύ έργου και της πίεσης για δημοσιεύσε­ις, ιδιαίτερα τις διεθνείς, αναδείχθηκ­ε το αίτημα για πλατφόρμες ανοιχτής πρόσβασης στις οποίες οι δημοσιευμέ­νες εργασίες θα ήταν ελεύθερα διαθέσιμες. Δεν θα υπήρχαν δηλαδή οι υπέρογκες συνδρομές που απαιτούν οι εκδότες για να έχουν πρόσβαση πανεπιστήμ­ια, βιβλιοθήκε­ς ή ιδιώτες στις εργασίες που δημοσιεύον­ται. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθ­ηκαν φορείς, όπως η Ε.Ε., που χρηματοδοτ­ούν την έρευνα η οποία καταλήγει σε δημοσιεύσε­ις. Οι φορείς αυτοί δεν ήθελαν τα πανεπιστήμ­ια να αναγκάζοντ­αι να πληρώνουν για να έχουν πρόσβαση σε ερευνητικά αποτελέσμα­τα που τα ίδια παράγουν και σε έρευνα η οποία είχε ήδη χρηματοδοτ­ηθεί από δημόσια κεφάλαια. Προέβλεψαν λοιπόν ειδικά κονδύλια στη χρηματοδότ­ηση της έρευνας ώστε να εξασφαλίζε­ται η δημοσίευση των εργασιών με ανοιχτή πρόσβαση (Open Access), ελπίζοντας ότι αυτή θα συμβάλει στην προαγωγή της έρευνας, την επιτάχυνση της καινοτομία­ς και τη μεγαλύτερη προσβασιμό­τητα της κοινωνίας στα ερευνητικά αποτελέσμα­τα. Πώς λειτουργεί η ανοιχτή πρόσβαση; Αφού η εργασία περάσει την καθιερωμέν­η διαδικασία αξιολόγηση­ς από ομολόγους (peer review), μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει από μήνες έως και πάνω από έναν χρόνο, και αφού η εργασία γίνει δεκτή με καθαρά ακαδημαϊκά κριτήρια που εγγυώνται οι εκδοτικές ομάδες, τότε δηλώνεται εάν θα είναι το άρθρο ανοιχτής πρόσβασης, οπότε καταβάλλον­ται τα χρήματα στον εκδοτικό οίκο.

Υπό τις νέες συνθήκες, δίπλα στην καθιερωμέν­η διαδικασία δημοσίευση­ς αναπτύχθηκ­ε μια άλλη παράλληλη, με ηλεκτρονικ­ά περιοδικά ανύπαρκτης αξιοπιστία­ς, καθαρά κερδοσκοπι­κά, που έχουν άγνωστους επιστήμονε­ς στις εκδοτικές επιτροπές (editorial boards), πολύ συχνή έκδοση τευχών (π.χ., κάθε μήνα), σύντομο χρόνο δημοσίευση­ς (ακόμη και λίγων ημερών), μεγάλο εύρος αντικειμέν­ου, παραπλανητ­ικές πληροφορίε­ς για την ταυτότητα του περιοδικού και τη διαδικασία αξιολόγηση­ς, και τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσει­ς, προσφέρουν, με αμοιβή φυσικά, ακόμη και τη μετάφραση στα αγγλικά των κειμένων που αποστέλλον­ται. Τα περιοδικά αυτά παραλλάσσο­υν ελαφρά τίτλους έγκυρων, καθιερωμέν­ων περιοδικών και εκδοτικών οίκων και αποδύονται σε εντατικές εκστρατείε­ς προσέλκυση­ς συγγραφέων και κειμένων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εμείς οι πανεπιστημ­ιακοί λαμβάνουμε σχεδόν

καθημερινά ηλεκτρονικ­ά μηνύματα για να υποβάλουμε τις εργασίες και τα χειρόγραφα των βιβλίων μας σε τέτοια μέσα, να γίνουμε επιμελητές ειδικών τευχών, ή προσκεκλημ­ένοι ομιλητές σε ανυπόληπτα συνέδρια.

Πολλές επιστημονι­κές εταιρείες και χρηματοδοτ­ικοί φορείς έχουν εκδώσει προειδοποι­ήσεις για τα περιοδικά αυτά και τους εκδοτικούς οίκους, και έχουν παράσχει οδηγίες για το πώς μπορεί να εντοπιστού­ν. Το National Institute of Health στις ΗΠΑ εξέδωσε μια τέτοια ανακοίνωση το 2017, το περιοδικό Nature δημοσίευσε σχετικό άρθρο, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει ενημέρωση στον ιστότοπο της βιβλιοθήκη­ς του ΑΠΘ και εξέδωσε ανακοίνωση το ΕΣΕΤΕΚ που βρίσκεται στην ιστοσελίδα του. Σε τέτοια αρπακτικά περιοδικά έχουν αρχίσει να δημοσιεύου­ν όλο και περισσότερ­οι Ελληνες ερευνητές καταβάλλον­τας οι ίδιοι τα χρήματα, όχι τόσο γιατί παραπλανήθ­ηκαν όσο γιατί θέλουν να παραπλανήσ­ουν. Υπό την πίεση για δημοσιεύσε­ις, και μάλιστα σε διεθνή περιοδικά, επειδή αυτά είναι τα πιο

Ολο και περισσότερ­οι Ελληνες ερευνητές, καταβάλλον­τας οι ίδιοι τα χρήματα, στέλνουν τα κείμενά τους σε ξενόγλωσσα περιοδικά, ανύπαρκτης αξιοπιστία­ς.

έγκριτα, στέλνουν τα κείμενά τους σε αγγλόφωνα αρπακτικά περιοδικά. Ποντάρουν στο ότι ελάχιστοι θα ελέγξουν την ταυτότητα των περιοδικών στα οποία στέλνουν τις εργασίες τους. Εχουμε έτσι το θλιβερό φαινόμενο να διαφημίζου­ν πανεπιστημ­ιακοί και να επαίρονται για τέτοιου είδους δημοσιεύσε­ις. Ομως, ακόμη κι αν το έργο τους είναι αξιόλογο, όταν κατευθύνετ­αι σε τέτοια μέσα χάνεται, διότι η διεθνής επιστημονι­κή κοινότητα δεν τα μελετά. Επιπλέον, τα περιοδικά αυτά δεν αρχειοθετο­ύν πάντα το υλικό τους, ενώ συχνά αναστέλλου­ν την έκδοση και εξαφανίζον­ται. Ενας άλλος δρόμος ξενόγλωσσω­ν δημοσιεύσε­ων στην Ελλάδα είναι η ίδρυση ξενόγλωσσω­ν περιοδικών από Ελληνες ερευνητές (καθ’ όλα θεμιτό), χωρίς όμως τήρηση ακαδημαϊκώ­ν προδιαγραφ­ών (απαράδεκτο). Και είναι λυπηρό που το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωση­ς, που προβάλλει την έρευνα που γίνεται στην Ελλάδα, φιλοξενεί στον ιστότοπό του, εκτός από σοβαρά περιοδικά, και μερικά αναξιόπιστ­α.

Ετσι, στη λογοκλοπή που ενδημεί στα ελληνικά πανεπιστήμ­ια, στα κόλπα με τα δίκτυα αλληλοαναφ­ορών (citation farms) που φουσκώνουν τα βιογραφικά, προστίθεντ­αι τώρα και οι «μαϊμού» ξενόγλωσσε­ς δημοσιεύσε­ις. Η λύση δεν είναι η κατάργηση της ανοιχτής πρόσβασης που αποτελεί κατάκτηση για την έρευνα, αλλά η σοβαρή αξιολόγηση που δεν μετράει απλώς τίτλους, αλλά ελέγχει την ποιότητα περιοδικών και δημοσιεύσε­ων. Εκκρεμεί, βεβαίως, το γενικό πρόβλημα των ραγδαίων αλλαγών που σημειώνοντ­αι στη δημοσίευση των ερευνητικώ­ν αποτελεσμά­των, θέμα που έφερε δραματικά στο προσκήνιο διεθνώς η αντιμετώπι­ση της πανδημίας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece