Τα αρπακτικά περιοδικά
κανείς αρκετά βιογραφικά μελών ΔΕΠ σε ακαδημαϊκές διαδικασίες ή στο Διαδίκτυο, θα δει την αυξανόμενη τάση να περιέχονται σε αυτά δημοσιεύσεις σε ανυπόληπτα διεθνή περιοδικά, αυτά που ονομάζονται predatory journals – αρπακτικά περιοδικά. Τι αρπάζουν αυτά τα περιοδικά; Περιεχόμενο και χρήματα από συγγραφείς που θέλουν να δημοσιεύσουν το έργο τους. Και γιατί λέγονται αρπακτικά; Διότι δρουν παραπλανητικά είτε προς τους συγγραφείς, είτε προς το κοινό, είτε και προς τους δύο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο τέλος του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στην αρχή του 21ου, όταν πλέον τα επιστημονικά περιοδικά αποκτούσαν ηλεκτρονική έκδοση και πολλαπλασιάζονταν συνεχώς εξαιτίας του αυξανόμενου όγκου του ακαδημαϊκού έργου και της πίεσης για δημοσιεύσεις, ιδιαίτερα τις διεθνείς, αναδείχθηκε το αίτημα για πλατφόρμες ανοιχτής πρόσβασης στις οποίες οι δημοσιευμένες εργασίες θα ήταν ελεύθερα διαθέσιμες. Δεν θα υπήρχαν δηλαδή οι υπέρογκες συνδρομές που απαιτούν οι εκδότες για να έχουν πρόσβαση πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες ή ιδιώτες στις εργασίες που δημοσιεύονται. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθηκαν φορείς, όπως η Ε.Ε., που χρηματοδοτούν την έρευνα η οποία καταλήγει σε δημοσιεύσεις. Οι φορείς αυτοί δεν ήθελαν τα πανεπιστήμια να αναγκάζονται να πληρώνουν για να έχουν πρόσβαση σε ερευνητικά αποτελέσματα που τα ίδια παράγουν και σε έρευνα η οποία είχε ήδη χρηματοδοτηθεί από δημόσια κεφάλαια. Προέβλεψαν λοιπόν ειδικά κονδύλια στη χρηματοδότηση της έρευνας ώστε να εξασφαλίζεται η δημοσίευση των εργασιών με ανοιχτή πρόσβαση (Open Access), ελπίζοντας ότι αυτή θα συμβάλει στην προαγωγή της έρευνας, την επιτάχυνση της καινοτομίας και τη μεγαλύτερη προσβασιμότητα της κοινωνίας στα ερευνητικά αποτελέσματα. Πώς λειτουργεί η ανοιχτή πρόσβαση; Αφού η εργασία περάσει την καθιερωμένη διαδικασία αξιολόγησης από ομολόγους (peer review), μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει από μήνες έως και πάνω από έναν χρόνο, και αφού η εργασία γίνει δεκτή με καθαρά ακαδημαϊκά κριτήρια που εγγυώνται οι εκδοτικές ομάδες, τότε δηλώνεται εάν θα είναι το άρθρο ανοιχτής πρόσβασης, οπότε καταβάλλονται τα χρήματα στον εκδοτικό οίκο.
Υπό τις νέες συνθήκες, δίπλα στην καθιερωμένη διαδικασία δημοσίευσης αναπτύχθηκε μια άλλη παράλληλη, με ηλεκτρονικά περιοδικά ανύπαρκτης αξιοπιστίας, καθαρά κερδοσκοπικά, που έχουν άγνωστους επιστήμονες στις εκδοτικές επιτροπές (editorial boards), πολύ συχνή έκδοση τευχών (π.χ., κάθε μήνα), σύντομο χρόνο δημοσίευσης (ακόμη και λίγων ημερών), μεγάλο εύρος αντικειμένου, παραπλανητικές πληροφορίες για την ταυτότητα του περιοδικού και τη διαδικασία αξιολόγησης, και τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσφέρουν, με αμοιβή φυσικά, ακόμη και τη μετάφραση στα αγγλικά των κειμένων που αποστέλλονται. Τα περιοδικά αυτά παραλλάσσουν ελαφρά τίτλους έγκυρων, καθιερωμένων περιοδικών και εκδοτικών οίκων και αποδύονται σε εντατικές εκστρατείες προσέλκυσης συγγραφέων και κειμένων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εμείς οι πανεπιστημιακοί λαμβάνουμε σχεδόν
καθημερινά ηλεκτρονικά μηνύματα για να υποβάλουμε τις εργασίες και τα χειρόγραφα των βιβλίων μας σε τέτοια μέσα, να γίνουμε επιμελητές ειδικών τευχών, ή προσκεκλημένοι ομιλητές σε ανυπόληπτα συνέδρια.
Πολλές επιστημονικές εταιρείες και χρηματοδοτικοί φορείς έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις για τα περιοδικά αυτά και τους εκδοτικούς οίκους, και έχουν παράσχει οδηγίες για το πώς μπορεί να εντοπιστούν. Το National Institute of Health στις ΗΠΑ εξέδωσε μια τέτοια ανακοίνωση το 2017, το περιοδικό Nature δημοσίευσε σχετικό άρθρο, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει ενημέρωση στον ιστότοπο της βιβλιοθήκης του ΑΠΘ και εξέδωσε ανακοίνωση το ΕΣΕΤΕΚ που βρίσκεται στην ιστοσελίδα του. Σε τέτοια αρπακτικά περιοδικά έχουν αρχίσει να δημοσιεύουν όλο και περισσότεροι Ελληνες ερευνητές καταβάλλοντας οι ίδιοι τα χρήματα, όχι τόσο γιατί παραπλανήθηκαν όσο γιατί θέλουν να παραπλανήσουν. Υπό την πίεση για δημοσιεύσεις, και μάλιστα σε διεθνή περιοδικά, επειδή αυτά είναι τα πιο
Ολο και περισσότεροι Ελληνες ερευνητές, καταβάλλοντας οι ίδιοι τα χρήματα, στέλνουν τα κείμενά τους σε ξενόγλωσσα περιοδικά, ανύπαρκτης αξιοπιστίας.
έγκριτα, στέλνουν τα κείμενά τους σε αγγλόφωνα αρπακτικά περιοδικά. Ποντάρουν στο ότι ελάχιστοι θα ελέγξουν την ταυτότητα των περιοδικών στα οποία στέλνουν τις εργασίες τους. Εχουμε έτσι το θλιβερό φαινόμενο να διαφημίζουν πανεπιστημιακοί και να επαίρονται για τέτοιου είδους δημοσιεύσεις. Ομως, ακόμη κι αν το έργο τους είναι αξιόλογο, όταν κατευθύνεται σε τέτοια μέσα χάνεται, διότι η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν τα μελετά. Επιπλέον, τα περιοδικά αυτά δεν αρχειοθετούν πάντα το υλικό τους, ενώ συχνά αναστέλλουν την έκδοση και εξαφανίζονται. Ενας άλλος δρόμος ξενόγλωσσων δημοσιεύσεων στην Ελλάδα είναι η ίδρυση ξενόγλωσσων περιοδικών από Ελληνες ερευνητές (καθ’ όλα θεμιτό), χωρίς όμως τήρηση ακαδημαϊκών προδιαγραφών (απαράδεκτο). Και είναι λυπηρό που το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, που προβάλλει την έρευνα που γίνεται στην Ελλάδα, φιλοξενεί στον ιστότοπό του, εκτός από σοβαρά περιοδικά, και μερικά αναξιόπιστα.
Ετσι, στη λογοκλοπή που ενδημεί στα ελληνικά πανεπιστήμια, στα κόλπα με τα δίκτυα αλληλοαναφορών (citation farms) που φουσκώνουν τα βιογραφικά, προστίθενται τώρα και οι «μαϊμού» ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις. Η λύση δεν είναι η κατάργηση της ανοιχτής πρόσβασης που αποτελεί κατάκτηση για την έρευνα, αλλά η σοβαρή αξιολόγηση που δεν μετράει απλώς τίτλους, αλλά ελέγχει την ποιότητα περιοδικών και δημοσιεύσεων. Εκκρεμεί, βεβαίως, το γενικό πρόβλημα των ραγδαίων αλλαγών που σημειώνονται στη δημοσίευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, θέμα που έφερε δραματικά στο προσκήνιο διεθνώς η αντιμετώπιση της πανδημίας.