Περιμένοντας στην Αθήνα το νέο δρομολόγιο λύτρωσης
Η ομάδα των Αφγανών που παραμένει τις τελευταίες ημέρες σε ξενοδοχείο της Βόρειας Μακεδονίας επρόκειτο να φθάσει στην Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα, μια σειρά ελέγχων όμως που έπρεπε να γίνουν στα έγγραφα και στις βίζες τους έχει μεταθέσει την άφιξή τους. Στην Αθήνα τούς περιμένει με αγωνία για να τους υποδεχθεί ο Γκουφράν. Σε αυτή την ομάδα βρίσκονται η γυναίκα του και η μητέρα του, η οποία είναι πολιτικός στο Αφγανιστάν. Ο ίδιος ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στον Καναδά, αλλά όταν μιλάει στην «Κ» ζητάει να μη δημοσιοποιηθεί το επώνυμό του για να μη θέσει σε κίνδυνο άλλους συγγενείς του που έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα του.
«Οι πολίτες στο Αφγανιστάν και ειδικά οι γυναίκες νιώθουν προδομένοι. Είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις ότι θα μεγαλώσουν σε μια πατριαρχική κοινωνία η οποία αντί να προοδεύει στρέφεται προς το σκοτάδι», λέει. Η μητέρα του ήταν δασκάλα προτού ασχοληθεί με την πολιτική. Για κάποιο διάστημα παλιότερα, πριν από την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση, δίδασκε στα κρυφά κορίτσια κατ' οίκον, όταν οι Ταλιμπάν είχαν απαγορεύσει τη φοίτησή τους στα σχολεία.
Με τη γυναίκα του παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 2020, αλλά δεν μπορούσε να την πάρει άμεσα μαζί του στον Καναδά. Η χρονοβόρα διαδικασία για την έκδοση της βίζας της ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2021, την ημέρα προέλασης των Ταλιμπάν στην Καμπούλ. «Θα μπορούσε να διαφύγει με τις καναδικές δυνάμεις, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει τις πύλες του αεροδρομίου», λέει ο Γκουφράν. Χιλιάδες πολίτες, αρκετοί εκ των οποίων δεν κατείχαν αντίστοιχα ταξιδιωτικά έγγραφα, είχαν σπεύσει εκεί αναζητώντας δίοδο διαφυγής.
Προτού επικρατήσουν ολοκληρωτικά οι Ταλιμπάν, ο Γκουφράν διαπίστωνε σε κάθε επίσκεψή του στο Αφγανιστάν πόσο πιο επικίνδυνη ήταν η καθημερινότητα για τους πολίτες. Οι ληστείες και οι απαγωγές αυξάνονταν συνεχώς. Ο ίδιος απέφευγε να λέει ότι ζει μόνιμα στον Καναδά για να μη φέρει σε δεινή θέση την οικογένειά του. Και οι γονείς του δεν μοιράζονταν την ιστορία του με άλλους.
Πλέον εξηγεί ότι η κατάσταση έχει γίνει ιδιαίτερα επισφαλής. Λέει ότι στα κινητά των πολιτικών είχαν σταλεί μαζικά μηνύματα από επιτήδειους που υπόσχονταν ότι θα τους έβγαζαν από τη χώρα με ασφάλεια και τους προέτρεπαν να μεταβούν σε συγκεκριμένα σημεία κουβαλώντας μόνο τα τιμαλφή τους. Αναφέρει ότι περίπολοι των Ταλιμπάν επισκέπτονταν σπίτια πολιτικών, κατέγραφαν τις ακριβείς διευθύνσεις τους και τα στοιχεία όσων διέμεναν σε αυτά, προκαλώντας φόβο για μελλοντικές διώξεις. Η μητέρα του για κάποιο διάστημα είχε μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα (για να αποκλείσει την πιθανότητα να τους καταδώσει κάποιος γείτονας), απέφευγε να κυκλοφορεί δημοσίως και έκρυψε το αυτοκίνητό της που έφερε κυβερνητικές πινακίδες.
Οσο περνούσαν οι εβδομάδες και οι απόπειρες της συζύγου και της μητέρας του δεν απέδιδαν, ο Γκουφράν ένιωθε ότι στέρευε κάθε ελπίδα. «Είχα απογοητευτεί. Οι εμπορικές πτήσεις είχαν σταματήσει, προσπαθούσα να βρω εναλλακτικές. Μιλούσα μαζί τους και παράλληλα με πέντε διαφορετικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και με τη “Μέλισσα”, για να δω τι δυνατότητες υπάρχουν, εάν ίσως μπορούσαν να μεταβούν στο Πακιστάν ή στο Τατζικιστάν. Ευτυχώς βρέθηκε λύση», λέει.
«Οι γυναίκες στο Αφγανιστάν νιώθουν προδομένες. Θα μεγαλώσουν σε μια πατριαρχική κοινωνία που στρέφεται προς το σκοτάδι».