Αποτελέσματα κατώτερα των προσδοκιών λόγω υποβάθμισης και κοινωνικής απαρέσκειας
Με τις νέες ρυθμίσεις η μέση (δευτεροβάθμια) εκπαίδευση περιλάμβανε δύο αυτοτελείς κύκλους τριετούς φοίτησης. Ο πρώτος κύκλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περιλάμβανε το γυμνάσιο (γενικό και τεχνικό) και ο δεύτερος κύκλος τρεις τύπους σχολείων: το γενικό λύκειο, το τεχνικόεπαγγελματικό λύκειο (ΤΕΛ) και τις διετείς τεχνικές-επαγγελματικές σχολές (ΤΕΣ). Στο γυμνάσιο (γενικό και τεχνικό) εγγράφονταν οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου χωρίς εξετάσεις, ενώ στους αποφοίτους και των δύο τύπων χορηγούνταν ισότιμοι τίτλοι σπουδών.
Η μεταρρύθμιση του 1976-1977 έγινε δεκτή με ικανοποίηση από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Για πρώτη φορά προδιαγραφόταν μια διαφορετική προοπτική για ένα εγχείρημα που επί πολλές δεκαετίες επιχειρούνταν και αντίστοιχα επί δεκαετίες αναχαιτιζόταν.
Και οι δύο τύποι λυκείου οδηγούσαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Δημιουργείται, τώρα το παράλληλο δίκτυο εκπαίδευσης και οι ανάγκες της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά από το δημόσιο σύστημα. Ενας μεγάλος αριθμός ΤΕΛ και ΤΕΣ εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα, εξασφαλίζοντας εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό στην αναδυόμενη τότε ελληνική οικονομία.
Παρ' όλα αυτά, το 1977-1978 έπειτα από εξετάσεις εισήχθησαν στο γενικό λύκειο 65.000 μαθητές, στο ΤΕΛ μόνο 14.500 και στις τεχνικές σχολές περίπου 8.500. Είχαν υπερισχύσει, τελικά, οι σφοδρές συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις με το αιτιολογικό ότι τα εμπόδια μετά το γυμνάσιο προς το λύκειο (δύσκολες εξετάσεις) διακόπτοντας τη ροή προς τα ΑΕΙ ενισχύουν τις ταξικές διακρίσεις και τις κοινωνικές ανισότητες.
Δυστυχώς, η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα διαχρονικά χαρακτηρίζεται από στοιχεία έντονης υποβάθμισης και κοινωνικής απαρέσκειας, απόηχος και της προκατάληψης του ελληνικού λαού για τις «βάναυσες τέχνες», που καλά κρατεί από την αρχαιότητα. Η τυπική ανακήρυξη ισότητας ανάμεσα στα δύο δίκτυα των σχολικών μηχανισμών χωρίς να συνοδεύεται από πρακτικό αντίκρισμα διέψευσε τις «βέβαιες ελπίδες» των μεταρρυθμιστών. Αλλά και η δυσπιστία του επιχειρηματικού κόσμου ως προς την «πρακτικότητα» των χορηγούμενων από τα επαγγελματικά σχολεία πτυχίων δυσκόλευε τους αποφοίτους στην εύρεση εργασίας σχετικής με τις σπουδές τους.
Αποτέλεσμα: μόνον ένας στους τρεις νέους που τελειώνει την υποχρεωτική εκπαίδευση επιλέγει τα επαγγελματικά σχολεία (ΕΠΑΛ), σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου η επαγγελματική εκπαίδευση συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της πλειονότητας των μαθητών. Η χαμηλού κοινωνικού γοήτρου επαγγελματική εκπαίδευση που δεχόταν και δέχεται, συνήθως, μαθητές χαμηλών σχολικών επιδόσεων, καθώς και η μεγάλη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην οποία, κυρίως, οδηγεί το γενικό λύκειο, αποτελούν βασικούς λόγους αποτυχίας της προσπάθειας αύξησης της στροφής των μαθητών προς τα ΕΠΑΛ.
Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο σε ποσοστά: 75% των μαθητών φοιτούν στο γενικό λύκειο και 25%, περίπου, στο ΕΠΑΛ, μολονότι η επαγγελματική εκπαίδευση μεταρρυθμίζεται και αντιμεταρρυθμίζεται. Το ΕΠΑΛ, ισότιμο και σήμερα με το γενικό λύκειο στα χαρτιά, στη συνείδηση πολλών, δυστυχώς, παραμένει σχολείο απαξιωμένο, γι' αυτό και προσελκύει αισθητά μικρότερο αριθμό μαθητών. Και αυτό για να αντιστραφεί απαιτεί δραστικές αλλαγές με συγκροτημένο σχεδιασμό, ανάλογο με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας και τις τάσεις κοινωνικής ζήτησης, αξιοπιστία της πολιτείας, συναίνεση της πολιτικής σε βασικές αρχές παιδείας και ενδιαφέρον της κοινωνίας.