Ο Βενιζέλος, η Ειρήνη και ο Αριστοφάνης στη Μάνη
Οότι δεν ήμουν επαρκώς προετοιμασμένος – ή, έστω, ότι είχα κάνει λάθος είδους προετοιμασία. Το μεγάλο γεγονός της δεύτερης ημέρας του μίνι φεστιβάλ της Καρδαμύλης, με εστία την απαράμιλλης ομορφιάς οικία Πάτρικ Λη Φέρμορ, περιλάμβανε τον διαγωνισμό για τον σπουδαιότερο Ελληνα όλων των εποχών. Οι αντίπαλοί μου –σοβαροί Βρετανοί ακαδημαϊκοί, πολυβραβευμένοι και με τεράστια εμπειρία ως δημόσιοι ομιλητές– είχαν ξεκάθαρα το πάνω χέρι. Ορισμένοι είχαν γράψει βιβλία για τον ή την υποψήφιό τους, όπως η Ιντιθ Χολ για τον Αριστοφάνη ή η Μπέτανι Χιουζ για την Ωραία Ελένη.
Εγώ είχα επιλέξει τον Ελευθέριο Βενιζέλο – τον μοναδικό υποψήφιο από τη σύγχρονη Ελλάδα. Αναγνωρίζοντας τη μειονεκτική μου θέση, είχα βάλει στόχο να μην εκτεθώ. Είχα διαβάσει ό,τι προλάβαινα και είχα γράψει ένα κείμενο με τη στεγνή λογική του βιογραφικού και με μια επίφαση δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας (έκανα σειρά αναφορών στα μεγάλα ατοπήματα της καριέρας του, πέρα από τα λαμπρά επιτεύγματα).
Οταν φτάσαμε στην ταβέρνα η οποία θα ήταν η αρένα της αναμέτρησης, ζήτησα από τη Νάταλι Χέινς –την «κωμικό των κλασικών σπουδών», όπως είναι γνωστή–, η οποία θα συντόνιζε την τιτανομαχία, να με αφήσει να μιλήσω τελευταίος. Ευτυχώς. Ενώ ακόμη, όμηρος του συνδρόμου του καλού μαθητή, έσβηνα και ξανάγραφα το κείμενο που θα εκφωνούσα, άρχισε το σφυροκόπημα.
Με την εξαίρεση της σπουδαίας βυζαντινολόγου Τζούντιθ Χέριν, που εστίασε στα προτερήματα της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας και δεν υπέκυψε στον πειρασμό του negative advertising, οι υπόλοιποι επιδόθηκαν σε ρητορικές υπερβολές αντάξιες των μεγάλων δημαγωγών της κλασικής Αθήνας, και κατάφεραν ουκ ολίγα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Η Χολ διερωτήθηκε γιατί ένας από εμάς είχε προτείνει ως σπουδαιότερο Ελληνα ένα αεροδρόμιο.
Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσα να το αφήσω αναπάντητο. Ξεκίνησα την ομιλία λέγοντας πόσο άδικα κακολογήθηκε ο Διεθνής Αερολιμένας «Ελευθέριος Βενιζέλος» και πώς το νέο τέρμιναλ θα έπρεπε να λογίζεται ως ένα από τα θαύματα του σύγχρονου κόσμου. Μου πέρασε από τον νου η ιδέα να εστιάσω αποκλειστικά στο αεροδρόμιο, αλλά δεν είχα τα κότσια. Είπα το κομμάτι μου, ανέδειξα τα θετικά αλλά και τα αρνητικά του μεγάλου ηγέτη, έκανα μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής να παίξω βρώμικα στη δευτερολογία μου, αλλά δεν ήταν αρκετό: ο Βενιζέλος έμεινε τρίτος, πίσω από την Ειρήνη και τον θριαμβευτή της βραδιάς, τον Αριστοφάνη.
Οι πιο σοβαρές συζητήσεις του φεστιβάλ –για την κληρονομιά της «Ιλιάδας», τη διαχρονική σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη ή για το τι διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε σήμερα από την αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία– έλαβαν χώρα στον κήπο της oικίας Φέρμορ. Ο φόβος των ξεσπασμάτων της «Αθηνάς», δυστυχώς, μας υποχρέωσαν να συνομιλούμε κάτω από μία τέντα που ανηγέρθη την τελευταία στιγμή, χωρίς να βλέπουμε τα κυπαρίσσια και τις ελιές, τα δενδρολίβανα και τα κυκλάμινα, τα ψηφιδωτά και τη θάλασσα που, όταν έβγαινε ο ήλιος, λαμπύριζε με νωχελική μεγαλειότητα.
Ο διοργανωτής του φεστιβάλ, ο Βρετανός συγγραφέας Τζέιμς Χένετζ, ασχολείται εδώ και χρόνια με τα λογοτεχνικά φεστιβάλ. «Οταν ήρθαμε να ζήσουμε στην Καρδαμύλη πριν από πέντε χρόνια με τη γυναίκα μου, τη Σάρλοτ, καταλάβαμε αμέσως ότι είναι το ιδανικό μέρος για κάτι τέτοιο», λέει στην «Κ». «Ομορφη θάλασσα, επιβλητικά βουνά, πληθώρα ταβερνών και, φυσικά, η λογοτεχνική συσχέτιση με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η απόφαση του Μουσείου Μπενάκη να μας επιτρέψει να χρησιμοποιήσουμε την οικία του για να φιλοξενήσουμε τους ομιλητές».
Ο Χένετζ είναι ενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα. «Το φεστιβάλ πήγε πάρα πολύ καλά», υπογραμμίζει. «Παρά τις διαδοχικές βιβλικές καταιγίδες, οι ομιλητές και το ακροατήριο απήλαυσαν κάθε στιγμή – και πολλοί έχουν ήδη κάνει κρατήσεις για του χρόνου».
Πριν φύγω, με έπεισε μια Αγγλίδα φίλη, λάτρις της ελληνικής φύσης, να πάμε έναν περίπατο στους λόφους που υψώνονται πίσω από την Καρδαμύλη, όπου είχε εντοπίσει μεταξύ άλλων φθινοπωρινούς νάρκισσους (Narcissus serotinus). Η ανάβαση ώσπου να τους βρούμε, υπό τον ήλιο που δέσποζε μετά την πρωινή καταιγίδα, μας πήρε περίπου τη διπλάσια ώρα από ό,τι είχε προβλέψει, οπότε αποφασίσαμε να κατεβούμε τρέχοντας, σε κακοτράχαλα μονοπάτια, μέσα από ελαιώνες και μέχρι τη βοτσαλωτή παραλία κάτω από το σπίτι του Φέρμορ για μια τελευταία βουτιά.
Ηταν ο ιδανικός επίλογος ενός τριημέρου που έχει ήδη, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές υπό το γκρίζο ημίφως ενός βρυξελλιώτικου πρωινού, την αχλύ ενός ονείρου.
Η Ιντιθ Χολ διερωτήθηκε γιατί ένας από εμάς είχε προτείνει ως σπουδαιότερο Ελληνα ένα αεροδρόμιο. Αυτό, φυσικά, δεν μπορούσα να το αφήσω αναπάντητο.