Φινλανδοί στα Φάρσαλα και στην Αθήνα του 1897
Η δράση της Φιλελληνικής Λεγεώνας
άθεο τυχοδιώκτη αν, έχοντας δει τις φρικαλεότητες του πολέμου και της ήττας και των πεδίων της μάχης και των νοσοκομείων, σου έλεγα ότι, δοθείσης νέας ευκαιρίας, θα ήμουν έτοιμος να συμμετάσχω στο πρώτο αίτημα. Πού άραγε θα μπορούσε κανείς να βρει μεγαλύτερο και υψηλότερο στόχο για όσα κάναμε πέρα από τον αγώνα για την ελευθερία και ισότητα των υποδουλωμένων και ποδοπατημένων αδελφών μας; Φαντάσου τη στιγμή του θανάτου σου, με το πρόσωπό σου να αντικατοπτρίζει την καθαρή σου συνείδηση, να μπορείς να δηλώσεις, όπως ένας από τους γενναίους συντρόφους μου στα Φάρσαλα –αιωνία η μνήμη του–, “J’ ai fait mon devoir!” (Επραξα το καθήκον μου!)». Τζον Νυλάντερ (1869-1949), Φινλανδός ακτιβιστής και συγγραφέας.
Φάρσαλα; Τι δουλειά έχει ένας Φινλανδός στα Φάρσαλα; Κι όμως, ο Τζον Νυλάντερ ήταν ένας από τους εθελοντές της Φιλελληνικής Λεγεώνας που πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και πολέμησε στη μάχη του Δομοκού μαζί με μαχητές από 16 διαφορετικές εθνότητες στον «ατυχή πόλεμο» των 30 ημερών.
Εναν χρόνο μετά ο Νυλάντερ εξέδωσε βιβλίο με τις εντυπώσεις του, όπως έκαναν και άλλοι Φινλανδοί εθελοντές στρατιώτες, γιατροί και δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στην Ελλάδα της εποχής λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα. Τις μαρτυρίες των Φινλανδών και την άγνωστη ιστορία της πολυεθνικής Φιλελληνικής Λεγεώνας αποκαλύπτει το βιβλίο «Ψέμα & Απάτη. Φινλανδοί στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ασίνη», σε επιμέλεια των Μπιορν Φορσέν και Μαρίας Μαρτζούκου και με τη συνεργασία του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών.
«Ηταν το βιβλίο του κορωνοϊού», λέει στην «Κ» η μεταφράστρια και επιμελήτρια της έκδοσης Μαρία Μαρτζούκου. Η πανδημία, που κράτησε κλειστό το Φινλανδικό Ινστιτούτο, έδωσε στην ίδια και στον ιστορικό και αρχαιολόγο Μπιορν Φορσέν την ευκαιρία να γράψουν το βιβλίο που χαρτογραφεί τον σχηματισμό της λεγεώνας και δείχνει, μέσα από τις μαρτυρίες, πόσο «ψέμα και απάτη» είχε αυτός ο πόλεμος. Από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο βιβλίο φαίνεται ότι στην Ελλάδα του 1897 ήρθαν περίπου 3.000 εθελοντές αξιωματικοί, 100 γιατροί και 50 δημοσιογράφοι, από τους οποίους 18 ή 20 ήταν Φινλανδοί. Το μεγαλύτερο σώμα εθελοντών, σημειώνει ο Μπιορν Φορσέν, ήταν οι Γαριβαλδινοί και το τρίτο στη σειρά η Φιλελληνική Λεγεώνα που αριθμούσε περίπου 150 άνδρες, χωρισμένους σε έξι διμοιρίες (δανική, γαλλική, αγγλική, γερμανική, ιταλική, βουλγαρική, δύο ελληνικές), καθεμία από τις οποίες έπαιρνε διαταγές στη δική της γλώσσα.
Τα κίνητρα
Οι λόγοι που παρακίνησαν τους εθελοντές από τις βόρειες χώρες έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Οπως σημειώνει ο Μπιορν Φορσέν, η Ελλάδα δημιούργησε ένα νέο, ευρωπαϊκό, φιλελληνικό κίνημα που στηρίχθηκε στο Κρητικό ζήτημα αλλά και στις σφαγές των Αρμενίων επί του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ (1894-96), ενώ για τους Δανούς, π.χ., έπαιξε ρόλο η στενή σχέση της βασιλικής οικογένειας με την ελληνική. Η εικόνα των Φινλανδών για την Τουρκία είχε επηρεαστεί από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, ενώ στη χώρα κυριαρχούσε και ο μύθος του Φινλανδού φιλέλληνα
Οι περισσότεροι είχαν στον νου τους τους αρχαίους Ελληνες, αλλά όταν έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά έπεσαν από τα σύννεφα, γράφει ο εθελοντής Γιούχο Νιέμελα.
Αουγκουστ Μίρμπεργκ που είχε συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Πώς φάνηκαν η Αθήνα και οι Ελληνες της εποχής στους Φινλανδούς εθελοντές, γιατρούς και δημοσιογράφους; Οι περισσότεροι είχαν στον νου τους τους αρχαίους Ελληνες και το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, αλλά όταν έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά έπεσαν από τα σύννεφα, όπως γράφει ο εθελοντής Γιούχο Νιέμελα στις ανταποκρίσεις του. Οι άνθρωποι που συνάντησε «δεν ακτινοβολούσαν τη δύναμη της ζωής», μικροί και μεγάλοι του φάνηκαν «γερασμένοι, σταφιδιασμένοι και μαραζωμένοι», ήταν κακοντυμένοι, ζούσαν σε σπίτια «απλά και πρωτόγονα», με «έμφυτη και φυσική» αδράνεια, αν και κάπου διέκρινε «στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν τους».
Ο γιατρός Ρίτσαρντ Φάλτιν σημείωνε την αγένεια των Ελλήνων συναδέλφων του, που συνέδεαν τη Φινλανδία με τη Ρωσία, αλλά και τις εθελόντριες νοσοκόμες, «κυρίες, σύζυγοι αξιωματικών, κυρίες της αυλής», που «κανάκευαν τους τραυματίες και δεν τους άφηναν στην ησυχία τους».
Στις μαρτυρίες τους γράφουν για τους νεαρούς αριστοκράτες που δοκίμαζαν στολές εθελοντών «για να τους θαυμάσουν οι μητέρες και οι αδελφές τους», για τους έρωτες, για την πολεμίστρια Ελένη Κωνσταντίδη, για τους έρωτες και την αναζήτηση της «Αθηναίας κόρης», για τον «σμαραγδένιο καταπράσινο κάμπο της Αττικής», αλλά και για τον συνωστισμό στο εσωτερικό του Παρθενώνα όπου «είχαν ξαπλώσει τόσο πολλοί» Αθηναίοι που κανείς δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους.
Παρά τις κακές πρώτες εντυπώσεις, που σε πολλές περιπτώσεις δημιούργησαν μια διαχρονική στερεοτυπική εικόνα για τη σύγχρονη Ελλάδα, ο Ινχα στο σημείωμα του αποχαιρετισμού του γράφει ότι φεύγει με πόνο. «Θα είχα πάει στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες [...], θα είχα πάει στην Ολυμπία [...], θα είχα δει τους Δελφούς [...]. Ισως να μη σε ξαναδώ Ελλάς, αλλά τη φήμη σου θα τη διατυμπανίζω ξανά και ξανά σε όλους», καταλήγει.
Προπαγάνδα και λογοκρισία
Αξίζει να μείνουμε λίγο ακόμα στον δημοσιογράφο Ι.Κ. Ινχα και στις ανταποκρίσεις του, γιατί φανερώνουν το «ψέμα και την απάτη» του πολέμου που διέγνωσε και ο εθελοντής στρατιώτης Τζον Νυλάντερ. Ο Ινχα έφτασε στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα του πολέμου και στα πρώτα του σημειώματα διαβάζουμε για την πανηγυρική υποδοχή του Ιταλού στρατηγού Ριτσιότι Γκαριμπάλντι στην Αθήνα και το γενικότερο κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε και τροφοδοτούνταν από τις ελληνικές εφημερίδες. «Οι Τούρκοι είναι δειλοί, οι Ελληνες ήρωες, ούτε μια λέξη για τις δικές τους απώλειες στην αρχή του πολέμου, αλλά ακόμα και τις μικρές επιτυχίες τις διαλαλούν στον κόσμο σαν μεγάλες νίκες», αναφέρει και αλλού σημειώνει ότι «αν δεν είχαν επέμβει οι Δυνάμεις, ο Ετέμ πασάς (επικεφαλής του τουρκικού στρατού) [...] θα έπινε τον καφέ του στην Ακρόπολη».
Μέχρι το πρωινό του Σαββάτου 24 Απριλίου, γράφει ο Ινχα, η Αθήνα πίστευε πως η έκβαση του πολέμου ήταν νικηφόρα και ότι ο Ετέμ πασάς είχε σκοτωθεί, αλλά τα νέα που έφτασαν εκείνο το απόγευμα για την κατάληψη του Τυρνάβου από τον τουρκικό στρατό και την εκκένωση της Λάρισας «έμοιαζαν με κεραυνό εν αιθρία». Η λογοκρισία της ελληνικής κυβέρνησης, προσθέτει, είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερούν τα τηλεγραφήματα για τις ήττες στη Θεσσαλία και να μη φθάνουν στις εφημερίδες. «Ο,τι είχε χτιστεί στην άμμο κατέρρευσε με τη μία», γράφει και «οι απόψεις για τον πόλεμο αντιστράφηκαν», ενώ η πληγωμένη υπερηφάνεια των Ελλήνων «εξηγεί γιατί ανέβασαν στα σύννεφα τον στρατηγό Σμολένσκη, έπειτα από δύο νίκες στην περιοχή του Βελεστίνου».
Ως δείγμα, ωστόσο, της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα ο Ινχα αναδημοσίευσε αποσπάσματα από το άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολη» στις 18 Απριλίου 1897 (στο βιβλίο δημοσιεύεται ολόκληρο), κατά το οποίο ο πόλεμος «δεν ανελήφθη διά να σωθούν δεν ξεύρομεν ποια εθνικά συμφέροντα κινδυνεύοντα, επεχειρήθη διά να σωθούν βασιλικά συμφέροντα».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ, ακόμη κι αν ξεφεύγουμε για λίγο από το θέμα του βιβλίου, ότι ο πόλεμος του 1897 έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία. Η Ελλάδα (ήδη χρεοκοπημένη από το 1893) κατέφυγε σε δανεισμό και δέχτηκε την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, που κράτησε μέχρι το 1978.