Θωράκιση κτιρίων και ενεργοβόρες μονοκατοικίες
Ενα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά προβλήματα της χώρας, αλλά και των νοικοκυριών (ειδικότερα των οικονομικά ασθενέστερων), είναι το γεγονός πως μεγάλο μέρος των κτιρίων στην Ελλάδα είναι «ενεργειακά σουρωτήρια», δηλαδή έχουν πολύ μεγάλες απώλειες θέρμανσης ή δροσερού αέρα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πολύ μεγάλες δαπάνες για την εξασφάλιση της πολυπόθητης θερμικής άνεσης. Επιπλέον, σε πολλές κατοικίες είναι πεπαλαιωμένος ο εξοπλισμός ηλεκτρικών συσκευών, με συνέπεια χαμηλή ενεργειακή αποδοτικότητα. Σε συνθήκες μεγάλων ανατιμήσεων στα τιμολόγια της ενέργειας, το πρόβλημα της ενεργειακής «αιμορραγίας» γίνεται πραγματικά «καυτό». Περίπου το 55% των 3,6 εκατομμυρίων κατοικιών στη χώρα μας έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980 και έχει πολύ χαμηλή ενεργειακή απόδοση. Η επιπλέον δυσκολία των σχεδίων και των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης βρίσκεται στο ότι μεγάλο μέρος των ιδιοκτητών παλαιών ακινήτων δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα (ή προτεραιότητα) να συνεισφέρουν ακόμα και το ποσοστό συμμετοχής των προγραμμάτων τύπου «Εξοικονομώ», που δεν είναι ευκαταφρόνητο.
Παρ' όλα αυτά πρέπει να είναι καθαρό ότι το οικονομικό όφελος από τις παρεμβάσεις ενεργειακής
αναβάθμισης είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Τα ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας από ακίνητα που θωρακίστηκαν ενεργειακά μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ», σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, είναι εντυπωσιακά και φθάνουν μέχρι και το 95%. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη στατιστική ανάλυση του ΥΠΕΝ κατοικίες που κατατάσσονταν στη (χαμηλότερη) κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Η και μετά τις παρεμβάσεις ανέβηκαν στην υψηλότερη κατηγορία (Α+) πέτυχαν μικρότερη κατανάλωση ενέργειας από 87%-95%! Βεβαίως το πέρασμα από το Η στο Α+ απαιτεί πολύ μεγάλες παρεμβάσεις. Σε πιο ρεαλιστικές αναβαθμίσεις, σε κτίρια κατοικιών που ήταν στην ενεργειακή κατηγορία Δ και ενισχύθηκαν πηγαίνοντας στην κατηγορία Β κατεγράφη μείωση της κατανάλωσης της τάξης του 50%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, τα πιο ενεργοβόρα κτίρια κατοικιών είναι οι μονοκατοικίες με μέση ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας 415,19 kWh ανά τετραγωνικό μέτρο, εύρημα το οποίο προφανώς σχετίζεται και με την παλαιότητά τους. Αρκετά μικρότερη κατανάλωση έχουν τα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες, κατά μέσον
όρο πάντα, με μέση ετήσια ενεργειακή απαίτηση ίση με 264,63 kWh/τ.μ. Ενα μέσο διαμέρισμα πολυκατοικίας καταναλώνει ετησίως 174,44 κιλοβατώρες ανά τετραγωνικό μέτρο για θέρμανση, 32,34 kWh/τ.μ. για ψύξη και 55,49 kWh/τ.μ. για παραγωγή ζεστού νερού χρήσης.
Στα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις την περίοδο 20112019, φαίνεται πως δύο στα τρία κτίρια κατοικιών ανήκουν στις ενεργειακές κατηγορίες Ε, Ζ και Η. Η εικόνα αυτή αναδεικνύει τις δυνατότητες για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος του κτιριακού τομέα, αλλά και το εύρος του έργου που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Ας σημειωθεί πως ο στόχος που τίθεται για την επόμενη δεκαετία (μέχρι το 2032) είναι η αναβάθμιση πρωτίστως των πολύ ενεργοβόρων κτιρίων που ανήκουν στις δύο τελευταίες κατηγορίες με ενεργειακή απόδοση Ζ και Η και ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο. Επιδίωξη να φτάσουν την κατηγορία Γ, μειώνοντας την κατανάλωση ενέργειας κατά περίπου 50%.
Πόσο θα κοστίσει αυτό το μεγάλο πρόγραμμα; Πρώτες εκτιμήσεις μιλούν για κεφάλαια της τάξεως των 15-20 δισ. ευρώ, ενώ η ομοσπονδία των ιδιοκτητών ακινήτων ΠΟΜΙΔΑ υπολογίζει το κόστος της αναβάθμισης του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ του ενεργειακού πιστοποιητικού, στα 30 δισ. ευρώ. Παραπέρα, για να επιτευθχεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης για ενεργειακή αναβάθμιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, έτσι ώστε να γίνουν σχεδόν μηδενικών εκπομπών ρύπων, το συνολικό απαιτούμενο ποσό υπολογίζεται σε άνω των 70 δισ. ευρώ. Για τα ποσά αυτά αναπτύσσονται ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά παραμένει ζητούμενο το πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι εργασίες έτσι ώστε να μη μετατραπεί το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης σε μία ακόμα μορφή αφαίμαξης των ιδιοκτητών ακινήτων.
Σε κατοικίες που ήταν στην ενεργειακή κατηγορία Δ και ενισχύθηκαν πηγαίνοντας στην κατηγορία Β κατεγράφη μείωση της κατανάλωσης 50%.