Τεχνολογία διαμαρτυρίας
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η διαμαρτυρία προηγείται του λόγου διαμαρτυρίας (συχνά βγαίνουμε στους δρόμους και φωνασκούμε επινοώντας αιτίες έντασης), η πολιτική κουλτούρα προσαρμόζεται στην παραδοξότητα του υπερχειλούς συναισθήματος και το εκλογικεύει. Ετσι, κάθε φορά που το κέντρο παραλύει ή καίγεται, κάθε φορά που ένα δημόσιο κτίριο καταλαμβάνεται με το έτσι θέλω, η πρωταρχική αντίδραση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης είναι να δικαιολογήσει τα επεισόδια. Πάντα υπάρχει ένας σεπτός αγώνας –για το ανύπαρκτο δικαίωμα ενός αμετανόητου τρομοκράτη να επιλέξει τη φυλακή του, ας πούμε– που καθιστά κάθε άλλη αξία (ιδιοκτησία, δημόσια υγεία, συναλλακτική ζωή, κοινωνική ευρυθμία) αμελητέα. Πάντα υπάρχει έτοιμο ένα ευπώλητο σόφισμα που αμφισβητεί την έννοια και τον πρακτικό αντίκτυπο της νομιμότητας· συνήθως περιλαμβάνει λέξεις-σιγουράκια, όπως «χούντα» και «αστυνομοκρατία», που απενεργοποιούν τη λογική και τον διάλογο με τη δύναμη της αμετροέπειας. Τα δεκανίκια της εντροπίας είναι πολλά και δοκιμασμένα. Η επίθεση
σε ένα χώρο μάθησης και μελέτης πριν καν αυτός κατασκευαστεί δίνει ιδιαίτερα συμβολική αξία στην ενέργεια: δεν ήταν απλώς μια επίθεση σε έναν δεδομένο χώρο που με τα χρόνια έχει χάσει το αξιακό βάρος της ταυτότητάς του· ήταν επίθεση στην ίδια την ιδέα της γνώσης· μια εύγλωττη δήλωση προτίμησης: το μπάχαλο, η αυθαιρεσία και η καταπάτηση είναι σημαντικότερα από το πιο πνευματικό κομμάτι της ακαδημαϊκής διαδικασίας. Χωρίς προφανώς να το έχουν υπολογίσει, οι καταστροφείς πρόδωσαν τις πραγματικές τους θέσεις απέναντι στην παιδεία – τις θέσεις που κατά βάθος όλοι γνωρίζουμε, όσο παραστατικά κι αν ολοφύρονται οι καταστροφείς για «το δικαίωμα στην εκπαίδευση», όταν καλούνται να υπερασπιστούν τον αγαπημένο τους νεαρό κατάδικο (λίγο πριν αυτός δραπετεύσει) ή την εισαγωγή σε ΑΕΙ με τρεις χιλιάδες μόρια: η παιδεία είναι μόνο ένα πρόσχημα και τίποτα παραπάνω. Κάτω από το πρόσχημα, βράζουν ο δόλος, η κακία, η μιζέρια και το κομματικό συμφέρον.
ασφάλεια των πολιτών του, σε οποιονδήποτε χώρο κι αν κινούνται (ακαδημαϊκό ή άλλο). Ενα οργανωμένο κράτος δεν διαπραγματεύεται τις χρήσεις και την ακεραιότητα της δημόσιας περιουσίας. Τις περιφρουρεί με τα εργαλεία που δίνει ο νόμος, συνετά και προνοητικά. Αυτό σημαίνει πως δεν αφήνει την αταξία να καθορίσει το πώς θα επιβάλλεται η τάξη. Αντίθετα, επιβάλλει την τάξη ως κανόνα και καταστέλλει την αταξία ως εξαίρεση. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε ένα μόνιμο καθεστώς διαστρέβλωσης αρχών και εννοιών, το οποίο σκανδαλωδώς νομιμοποιείται με πράξεις και παραλείψεις του κράτους: η κατάληψη ενός πανεπιστημιακού