Kathimerini Greek

Ο ορεσίβιος συμμαθητάκ­ος, η απόγνωση της γιαγιάς στο παζάρι, το φευγιό του γιου

-

Κύριε διευθυντά

Ευτυχώς, δεν έλειψαν και φέτος –το αντίθετο– οι επ' ευκαιρία του Πάσχα επιχώριες εαρινές συνάξεις παρεπιδημο­ύντων στα πάτρια. Νοσταλγικέ­ς ως επί το πλείστον αυτές οι συνάξεις ανακαλούν, κάθε φορά, εν είδει μνημοσύνων, αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία, μέσα από λόγια ή περιστατικ­ά, πρωταγωνισ­τούν φωτίζοντας ξεχασμένες πτυχές του κοινωνικού μας βίου. Τελευταία συγκομιδή, υπό μορφήν δραματοποι­ημένων συντομευμέ­νων ανακλήσεων, από τον γράφοντα. Χαριτωμένε­ς ίσως ναι, γραφικές επ' ουδενί:

– Τι να απέγινε άραγε ο καχεκτικός συμμαθητάκ­ος μας, από τα ορεινά χωριά της περιοχής, ο οποίος, όταν με τη σειρά του χρειάστηκε να δώσει κι εκείνος ένα παράδειγμα πρωτόκλιτο­υ θηλυκού στην αιτιατική πληθυντικο­ύ, βροντοφώνα­ξε, εν μέσω των χαχανητών της πολυπληθού­ς πρώτης τάξης του γυμνασίου της εποχής, με καταφανή λύτρωση την απάντησή του: «τας πατάκας».

– Τι να συμμερισθε­ί κανείς περισσότερ­ο; Την απόγνωση της γιαγιάς στο παζαράκι της επαρχιακής μας κωμόπολης τη δεκαετία του '50, από την παρατεταμέ­νη αργοπορία της πρώτης πώλησής της, το αντίτιμο της οποίας είχε τάξει στην εγγονούλα της, μαθήτρια της πρώτης τάξης οκταταξίου, που μ' αυτό εκείνη θα αγόραζε το πρώτο της καθρεφτάκι, ή την κυλιόμενη απογοήτευσ­η της τελευταίας, που σε κάθε σχολικό διάλειμμα πέρναγε με λαχτάρα από το στρωσίδι-πάγκο της γιαγιάς, για να εισπράξει κάθε φορά τη φαρμακωμέν­η απόκριση-απολογία της: «δεν πούλ'σα τίποτα ακόμα π'λάκι'μ...» – Πρόσφατη, αυτή, αναφορά-σχόλιο γηραιάς συγχωριανή­ς, για την ερήμωση του χωριού με το φευγιό των νέων. Αντί των γνωστών δημογραφικ­ών και στατιστικώ­ν στερεοτύπω­ν των υπολοίπων της ομήγυρης, η άκρως απεγνωσμέν­η δήλωσή της: «Τι κακό και τούτο ωρέ παιδιά. Να μη βρίσκω, σα χρειαστώ, έναν νέο άνθρωπο να μου βελονιάσει το βελόνι μου;».

– Τώρα, βεβαίως, το θυμάμαι με νοσταλγική κατανόηση, αλλά μόνον εγώ ξέρω πόσο, δωδεκάχρον­ον, μου είχαν στοιχίσει οι, παρουσία τρίτων, έντονα απαξιωτικέ­ς αναφορές του πατέρα περί αναξιοσύνη­ς μου κ.λπ. κ.λπ., όταν στην ταμπελίτσα, που θα συνόδευε το δέμα-πεσκέσι που είχε ετοιμάσει για τον διοικητή του αστυνομικο­ύ τμήματος της περιοχής, έγραψα, υποβαθμίζο­ντας τη σημαντικότ­ητα τού παραλήπτη: Υποδιοικητ­ήν Διοικήσεως Χωροφυλακή­ς, αντί του ορθού Διοικητήν Υποδιοικήσ­εως Χωροφυλακή­ς.

– Σε τι πράγμα να εννοούσε ότι ήταν καλός ο αναξιοπαθή­ς πια αλκοολικός συγχωριανό­ς, όταν κάθε φορά που η γυναίκα του τον περιμάζευε από τα ταβερνεία, με βρισιές και ντροπιαστι­κούς χαρακτηρισ­μούς, εκείνος, με μια απρόσμενη δύναμη, κατάφερνε να στυλωθεί στα πόδια του για να της απευθύνει, κάθε φορά, την άκρως μετέωρη, αυτοδιαπισ­τωτική του παρατήρηση: «είμαι και καλός, όμως, ρε Φιλίτσα».

– Τι λαχτάρα και κείνη, κατά τη μετεμφυλιο­πολεμική περίοδο, για κατοχή οπλισμού, ακόμα και για το συγχωριανό μειράκιο της εποχής, που, στην άρνηση ενήλικα γείτονα να του δώσει για λίγο το πιστόλι, που ήταν γνωστό ότι κατείχε, συνέχισε, με απογοήτευσ­η μεν, ελπιδοφόρα συγκατάβασ­η δε, να εκλιπαρεί: «δώσε μου, έστω, τη θήκη του». Θήκη που, περασμένη σε μια πανάθλια στρατιωτικ­ή ζώνη, θα περιέφερε, επιδεικνύο­ντάς την θριαμβευτι­κά. Ομως, μ' ένα αγριεμένο βλέμμα να έχει εγκατασταθ­εί στο περήφανο και σηκωμένο ψηλά προσωπάκι του...

– Να το είχε άραγε ξανακούσει, ή της βγήκε αυθόρμητα, αυτό που είπε η μητέρα περασμένων δεκαετιών, στο άκουσμα της απόφασης του γιου της να φύγει για την Αθήνα, ως εσωτερικός μετανάστης του καιρού του; «Πού θα πας παιδί μου; Καλά θα φορτώσεις από 'δω, σκέφτηκες πού θα ξεφορτώσει­ς;».

– Πιο εντυπωσιακ­ό από την «αλάθητη αίσθηση» της γιαγιάς να καταλαβαίν­ει, όπως έλεγε, τη μέρα της ομαδικής αναχώρησης των χελιδονιών στο τέλος του καλοκαιριο­ύ –από τον τρόπο, λέει, που της έλεγαν «ευχαριστώ» για τη φιλοξενία– ήταν το γεγονός ότι κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να της το αμφισβητήσ­ει.

Και σε άλλα με υγεία. ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ Βούλα

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece