Μια «ιδιότυπος σχέσις» με τη Συμμαχία
Η Αθήνα δεν υποτιμούσε τον κίνδυνο μιας γενικότερης ανάφλεξης στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης παρά το κλίμα της ύφεσης που κυριαρχούσε διεθνώς, ενώ γινόταν φανερό ότι μια μακροχρόνια απουσία από τον αμυντικό σχεδιασμό της Συμμαχίας θα υποβάθμιζε τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας σε μια εποχή που η ελληνική κυβέρνηση, με σοβαρές θυσίες εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης, πάσχιζε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο. Ετσι, η κυβέρνηση Καραμανλή έπρεπε να βρει έναν τρόπο να επιστρέψει στις κρίσιμες λειτουργίες της Συμμαχίας από τις οποίες είχε
αποκοπεί, να ματαιώσει τις παρασκηνιακές τουρκικές ενέργειες που απειλούσαν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και να διατηρήσει ένα βαθμό αυτονομίας ως προς τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Επίσης, η επιστροφή στη συμμαχική κανονικότητα δεν θα έπρεπε να ανατρέπει την απόφαση αποχώρησης, εφόσον οι λόγοι που την είχαν επιβάλει –δηλαδή η τουρκική κατοχή στην Κύπρο– δεν είχαν αρθεί. Ετσι, προκρίθηκε η λύση μιας «ιδιοτύπου σχέσεως» με τη Συμμαχία, η οποία, όπως δήλωνε ο Καραμανλής, θα εξασφάλιζε στη χώρα αυτοτέλεια εν καιρώ ειρήνης αλλά και θα ενίσχυε την ασφάλειά της σε περίπτωση πολέμου. Αν και οι σύμμαχοι, και κυρίως οι Αμερικανοί, δεν ευνοούσαν τις ειδικές σχέσεις εντός της Συμμαχίας για λόγους συνοχής, ενθάρρυναν
την πρόθεση της ελληνικής πλευράς να επιστρέψει.
Μέσα στο 1977 η ελληνική επανένταξη φαινόταν επιβεβλημένη. Αφενός, η άνοδος του αντι-δυτικού ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1977 έδειξε ότι η κυβέρνηση είχε λίγο χρόνο για να ολοκληρώσει το επιστέγασμα της πολιτικής της, που ήταν η οργανική ένταξη της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο. Αφετέρου, η Τουρκία πέτυχε την αναγνώριση μιας πάγιας επιδίωξής της από τη Συμμαχία, την αναδιάρθρωση του στρατηγείου της Σμύρνης και την ανάθεση της διοίκησής του σε Τούρκο διοικητή. Εως το 1974 το στρατηγείο της Σμύρνης λειτουργούσε υπό Αμερικανό διοικητή, ενώ ένας Ελληνας κι ένας Τούρκος υποδιοικητής ήταν υπεύθυνοι για τις χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις των αντίστοιχων εθνικών τους περιοχών. Αμέσως ανακοινώθηκε ότι ο Τούρκος διοικητής θα ήταν υπεύθυνος μόνο για τις τουρκικές χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να διασκεδάσει τις ελληνικές ανησυχίες ότι η Αγκυρα θα χρησιμοποιούσε τη νέα, βελτιωμένη, θέση της για να επεκτείνει τον στρατιωτικό της έλεγχο στο Αιγαίο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Αντιδρώντας, η Αθήνα ζήτησε τη δημιουργία αντίστοιχου στρατηγείου στη Λάρισα, τα όρια της δικαιοδοσίας του οποίου έπρεπε να καθοριστούν, καθώς η Τουρκία δεν αναγνώριζε τα όρια του FIR Αθηνών. Ηταν φανερό ότι το θέμα της ελληνικής επανένταξης δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο και η Αθήνα άρχισε να επιδιώκει ενεργά την επίσπευση των ελληνοΝΑΤΟϊκών διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν στην πλήρη επανένταξή της. Ταυτόχρονα, η Αγκυρα, ως πλήρες μέλος με δικαίωμα βέτο, προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν διαδικαστικό κλοιό γύρω από τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις ώστε να διατηρεί αποφασιστικό ρόλο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.
Κατά τον Καραμανλή, θα εξασφάλιζε στη χώρα αυτοτέλεια εν καιρώ ειρήνης και θα ενίσχυε την ασφάλειά της σε περίπτωση πολέμου.