Οι προβλέψεις του τελικού διακανονισμού
να αποφύγουν την πολιτική εμπλοκή της Αγκυρας, Αθήνα και ΝΑΤΟ συμφώνησαν ότι το θέμα της ελληνικής επανένταξης έπρεπε πρώτα να συζητηθεί σε τεχνικό επίπεδο. Ετσι, ο ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SACEUR) Αλεξάντερ Χέιγκ θα διεξήγε διερευνητικές συνομιλίες με τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές, οι οποίες θα κατέθεταν τις προτάσεις τους. Στη συνέχεια ο Χέιγκ θα αξιολογούσε τις προτάσεις αυτές και θα τις υπέβαλλε προς έγκριση στα στρατιωτικά και πολιτικά όργανα της Συμμαχίας. Ο βασικός στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν η επιστροφή στο status quo ante χωρίς να επηρεάζονται οι ελληνικές θέσεις στα διμερή ελληνοτουρκικά προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις περιλάμβαναν πολλά τεχνικά στρατιωτικά ζητήματα, η προσοχή και των δύο πλευρών επικεντρώθηκε στο ζήτημα των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης, με την ελληνική πλευρά
να επιμένει ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί τη διοίκηση ελληνικών δυνάμεων από ξένους αξιωματούχους, πόσο μάλλον Τούρκους.
Τον Μάιο του 1978 οι συνομιλίες μεταξύ του Χέιγκ και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ιωάννη Ντάβου οδήγησαν σε ένα κοινά συμφωνημένο έγγραφο, το οποίο περιέγραφε τους όρους της ελληνικής επανένταξης. Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα θα επέστρεφε με τους όρους που ίσχυαν πριν από το 1974 σε προσωρινή βάση, αλλά δεσμευόταν να διαπραγματευτεί τα όρια του νέου στρατηγείου της Λάρισας μετά την επανένταξή της και να συζητήσει ένα νέο ΝΑΤΟϊκό αμυντικό δόγμα, σύμφωνα με
το οποίο ο ναυτικός επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου θα μπορούσε να ανατεθεί και σε άλλες μονάδες πλην του αρχηγού του Ελληνικού Ναυτικού (Task Force Concept). Η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις, αλλά ήταν φανερό ότι η συμφωνία Ντάβου - Χέιγκ εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της, καθώς θα μπορούσε να διαπραγματευτεί το ευαίσθητο θέμα των επιχειρησιακών ζωνών του Αιγαίου μετά την επιστροφή της στη Συμμαχία ως πλήρες μέλος – και άρα με ίσα δικαιώματα με την Τουρκία. Στην ουσία, όμως, ο διακανονισμός Ντάβου - Χέιγκ περιλάμβανε μόνο τις ελληνικές προτάσεις και έπρεπε να εγκριθεί και από τα άλλα όργανα της Συμμαχίας, στα οποία η Τουρκία διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο. Παρ' όλα αυτά, οι Ελληνες θεώρησαν το έγγραφο ως βάση για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις και προσπάθησαν να κρατήσουν το περιεχόμενό του ακέραιο.