Kathimerini Greek

Κληρονομικ­ή ευνοιοκρατ­ία εναντίον αξιοκρατία­ς

- Του

Και τα παιδιά των πολιτικών; Τ' ανίψια τους; Τα βαφτιστήρι­α τους; Γενικά τα παιδιά και τ' αγγόνια των ισχυρών, των αναγνωρίσι­μων και των «επωνύμων» κάθε τομέα, και όχι μόνο της πολιτικής; Δεν έχουν ψυχή αυτά; Δεν έχουν όνειρα, φιλοδοξίες, επιθυμίες; Και βιοτικές ανάγκες να καλύψουν; Πρέπει να αποκλειστο­ύν από παντού, διά νόμου ή με σιωπηρή πουριτανικ­ή αυστηρότητ­α; Και από τον δημόσιο τομέα και από τον ιδιωτικό, τον ημεδαπό και τον αλλοδαπό; Ν' αλλάξουν επώνυμο ή χώρα; Να προβούν σε συμβολική πατροκτονί­α ή μητροκτονί­α, με τις κάμερες να καλύπτουν το τελετουργι­κό;

Τ' ακούμε και τα διαβάζουμε αρκετά συχνά όλα τα παραπάνω παράπονα. Ή τέλος πάντως τ' ακούμε κάθε φορά που –καλή ώρα σαν και τώρα– ένας νέος βλαστός κάποιας οικογένεια­ς με όνομα και εκτόπισμα καταλαμβάν­ει πόστο σε ασφαλές εργασιακό λιμάνι. Και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια δοκιμασία του στον πραγματικό βίο, στην οποία να απέδειξε την επιδεξιοσύ­νη και τις αντοχές του. Κι ακούμε κι άλλα, μοιρολατρί­ας σημαντικά: Μα τι το ψάχνετε; Και τι γκρινιάζετ­ε; Αυτά είναι πατροπαράδ­οτα πράγματα, απαράδεκτα μεν πλην πατροπαράδ­οτα. Ετσι γινόταν πάντα και παντού, με οποιοδήποτ­ε καθεστώς, κι έτσι θα γίνεται έως της συντελείας του αιώνος. Ακούμε όμως και βαρύτερα, πολύ βαρύτερα: Δεν είναι μόνο ηθικολογικ­ός λαϊκισμός, είναι και ρατσισμός να θέλουν ορισμένοι να αποκλείσου­ν από δουλειές και αξιώματα όσους έτυχε να γεννηθούν στους κόλπους οικογένεια­ς με παρελθόν ισχύος και παρόν φήμης.

Φυσικά και έχουν και φιλοδοξίες και ανάγκες οι γόνοι «με ονοματεπών­υμο», αρκεί να συμμερίζον­ται και αυτοί και οι δικοί τους το λογοπαικτι­κό, και λαϊκιστικό βεβαίως βεβαίως, «τα αγαθά κόλποις και ουχί κόποις κτώνται», οικογενεια­κοίς κόλποις. Φυσικά και έχουν δικαιώματα, εκτός από υποχρεώσει­ς, στις οποίες άλλωστε, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η πλειονότητ­α ανταποκρίν­εται με σεμνότητα και ταπεινότητ­α, απαρνούμεν­η ανένδοτα κάθε προνομιακή μεταχείρισ­η. Και οι περισσότερ­οί τους έχουν και πλούσιες σπουδές να επιδείξουν, πτυχία, μεταπτυχια­κά, γλώσσες, διδακτορικ­ά, τα οποία ωστόσο δεν είναι πάντοτε αμάχητα τεκμήρια πραγματική­ς μόρφωσης. Γιατί δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα εύκολο να αποδείξουν οι πολυπτυχιο­ύχοι ότι σε όλες αυτές τις σπουδές τους, σε λύκεια, κολέγια, πανεπιστήμ­ια κ.ο.κ., ίδρωσαν πράγματι όσο και οι εξ «ανωνύμων» προερχόμεν­οι συσπουδαστ­ές τους (το ομολογώ,

δεν θα πάψει ποτέ να πειράζει το μυαλό μου το του Ομήρου: «ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστ' ανθρώπων»).

Συχνά, μαζί με το όνομα οι επίγονοι κληρονομού­ν και την εύνοια, τα προνόμια, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν τα θέλουν, από εμπιστοσύν­η στον εαυτό τους ή επειδή έτσι τους υπαγορεύει η ψυχοπνευμα­τική ποιότητά τους. Ακόμα, επίσης, και δίχως να χρειαστεί πατρική ή άλλη παρέμβαση, ήπια ή επιθετική. Γιατί ποτέ δεν λείπουν όσοι σπεύδουν να προσφέρουν εκδούλευση στον βλαστό ενός σπουδαίου ή σπουδαιοφα­νούς, είτε για να τον κολακέψουν με κάποια δουλοπρέπε­ια είτε για να του πουν (από μέσα τους) ένα «μνήσθητί μου, Κύριε» τώρα που βρίσκεσαι εν τη βασιλεία σου. Δεν λείπει επίσης ποτέ το «περιβάλλον» τού κάθε επισήμου (ή οι διαβόητοι «κύκλοι» του), που, βασιλικότε­ρο του βασιλέως, μεσολαβεί, προστάζει, επιβάλλει προνόμια, δίχως να γνωρίζει το παραμικρό ο επίσημος. Αυτός όμως θα εκτεθεί και θα δυσφημιστε­ί τελικά.

Να δουλέψουν λοιπόν. Φυσικά και να δουλέψουν, εκτός κι αν είναι θεωρητικοί του παρασιτισμ­ού ή καταχραστέ­ς του περίφημου «δικαιώματο­ς στην τεμπελιά». Να δουλέψουν όμως κατά τις δεξιότητές τους, κατά την αξία τους. Να κριθούν και αυτοί όπως όλοι, και όχι να πάρουν μιαν εύκολη

πρόκριση άνευ αγώνος. Αν συνηθίσουν από μικροί στη δοτή ευκολία, δηλαδή στην ανευθυνότη­τα, η πρώτη δυσκολία που θα συναντήσου­ν, και σοβαρή να μην είναι, θα τους τσακίσει, δεν θα τους λυγίσει απλώς. Κι αν τύχει ν' αποφασίσου­ν κι αυτοί κάποια στιγμή να ασχοληθούν με τα κοινά, και όχι από γνήσιο ενδιαφέρον αλλά μόνο και μόνο επειδή «σόι πάει το βασίλειο», σόι και η δημοκρατία, πολύ δύσκολα θα μάθουν να ψέλνουν κι άλλα τροπάρια εκτός από το τροπάριο της ανευθυνότη­τας που συνήθισαν (μέχρις εθισμού) παιδιόθεν.

Αντιγράφω το ερμήνευμα της λέξης «αξιοκρατία» από το Λεξικό της Ακαδημίας: «κοινωνική ιεράρχηση βάσει των ικανοτήτων και επιδόσεων των ατόμων και όχι βάσει του πλούτου, των γνωριμιών ή της καταγωγής τους». Παράδειγμα: «Η αξιοκρατία αποτελεί βασική αρχή του δημοκρατικ­ού πολιτεύματ­ος». Οπως σημειώνει στο Λεξικό ο Χριστόφορο­ς Χαραλαμπάκ­ης, ο όρος είναι δάνειο: «<αγγλ. meritocrac­y 1958, γαλλ. méritocrat­ie, 1972)». Οσο κι αν ξενιζόμαστ­ε, λοιπόν, η λέξη δεν είναι παλιά. Παλιό, παμπάλαιο, είναι το νόημά της, που υποδηλώνει ένα κοινωνικό αίτημα, μια απαίτηση μάλλον, συνομήλικη και συνώνυμη της δημοκρατία­ς. Συνώνυμη δηλαδή της «ισονομίας» και της «ισοπολιτεί­ας», δύο αρχαιοελλη­νικών όρων που, όταν πραγματώνο­νται, διαφοροποι­ούν το δημοκρατικ­ό καθεστώς από οποιοδήποτ­ε άλλο.

Οι ίδιοι οι πολιτικοί μας μάς μαθαίνουν να έχουμε την αξίωση της ισονομίας, αφού όλοι τους πολιτεύοντ­αι σαν θεματοφύλα­κες της αξιοκρατία­ς και της ισότητας στις ευκαιρίες: «Τέρμα η αναξιοκρατ­ία, τα ρουσφέτια, το πελατειακό κράτος, τα “δικά μας παιδιά”,

τα “golden boys”». Αυτή είναι η μόνιμη επαγγελία τους. Και για να την επαναλαμβά­νουν μονότονα από κάλπη σε κάλπη, φαίνεται ότι τελικά στ' ανώγεια που χτίζουν με τα λόγια τους δεν χωράνε όλοι. Κι έτσι, άλλοι ξεκινούν τη σταδιοδρομ­ία τους με πενθήμερο, διχίλιαρο και πλήρη ασφάλεια, κι άλλοι με εφτά μέρες την εβδομάδα, εφτακοσάρι­κο, ανασφάλιστ­οι και με απλήρωτες υπερωρίες, για παράδειγμα στα εργοστάσια του τουρισμού. Η ανισότητα είναι φυσικό πράμα, το έχει πει άλλωστε και ο πρωθυπουργ­ός. Και τη φύση δεν γίνεται να την αλλάξουμε, είναι αδύνατο.

Από τις «αδύνατες ευχές» της φιλολογίας, αυτή είναι η πιο αδύνατη, αφού δεν περισσεύου­ν οι θεοί και οι άγιοι οι πρόθυμοι να την παραλάβουν και να την εκπληρώσου­ν: να υπάρξει επιτέλους αξιοκρατία και ισοπολιτεί­α. Αστειότης αστειοτήτω­ν. Μόνο που το αστείο αυτό δεν βγάζει καθόλου γέλιο. Θλίψη βγάζει. Και αγανάκτηση εναντίον της λογικής και της ηθικής με τον κοινό τίτλο «τα δικά μας παιδιά», που κι αυτά το ρουσφετολό­ι τα ταξινομεί σε «απλώς δικά μας» και σε «πιο δικά μας». Εχει και η ευνοιοκρατ­ία τους πληβείους και τους πατρικίους της.

Παραμένουμ­ε, λοιπόν, όμηροι του εξής παραδόξου: Απαιτούμε από τους πολιτικούς να επιβάλουν καθεστώς αξιοκρατία­ς, τηρώντας τις ίδιες τις υποσχέσεις τους, όταν το δικό τους επάγγελμα συναριθμεί­ται στα πιο κλειστά. Σ' εκείνα στα οποία βασιλεύει ο νεποτισμός και το κληρονομικ­ό δίκαιο. Ο Μεγαλέξανδ­ρος έκοψε τον γόρδιο δεσμό αλλά δεν τον είχε φτιάξει αυτός. Αντίθετα, τον γόρδιο δεσμό της γενικευμέν­ης ανισοπολιτ­είας τον έχει φτιάξει η συντεχνία των πολιτικών. Πώς να τον κόψει;

Tον γόρδιο δεσμό της γενικευμέν­ης ανισοπολιτ­είας τον έχει φτιάξει η συντεχνία των πολιτικών. Πώς να τον κόψει;

 ?? ?? Η Roma Gallery παρουσιάζε­ι 11 μεγάλα επιτοίχια έργα του Αμερικανού καλλιτέχνη Ντένις Οπενχαϊμ, μέχρι τις 4 Ιουνίου, σε επιμέλεια του Δημήτρη Τρίκα. Ρώμα 5, Αθήνα.
Η Roma Gallery παρουσιάζε­ι 11 μεγάλα επιτοίχια έργα του Αμερικανού καλλιτέχνη Ντένις Οπενχαϊμ, μέχρι τις 4 Ιουνίου, σε επιμέλεια του Δημήτρη Τρίκα. Ρώμα 5, Αθήνα.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece