Τα τρία ατού της ελληνικής οικονομίας
Ο υψηλός πληθωρισμός –ιδιαίτερα ο τύπος που βιώνει η Ελλάδα, ο οποίος είναι εισαγόμενος και βασίζεται στην ενέργεια αντί να παράγεται εγχώρια– λειτουργεί ως τροχοπέδη στην εγχώρια κατανάλωση συμπιέζοντας τα πραγματικά εισοδήματα και επιβαρύνει τα εταιρικά περιθώρια κέρδους, που θα μπορούσαν να μειώσουν τις επενδύσεις. «Σε ακραίες περιπτώσεις, αναγκάζει τις επιχειρήσεις που δεν μπορούν να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος σε άλλες εταιρείες να σταματήσουν προσωρινά την παραγωγή», όπως σημειώνει στην «Κ» ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC.
Η Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται σε σχετικά καλή θέση για να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, κατά τον κ. Μπαλμπόνι. «Υπάρχει αρκετή δυναμική για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία, κυρίως χάρη στην ισχύ της αγοράς εργασίας, μια πολλά υποσχόμενη έναρξη της τουριστικής περιόδου (ο κλάδος θα προσθέσει περίπου 2% στην αύξηση του ΑΕΠ φέτος) και τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης».
Ο οικονομολόγος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός είναι αναμφισβήτητα καλός για τα δημόσια οικονομικά και τη βιωσιμότητα του χρέους. «Αν και αυτό μπορεί να ισχύει βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν επίσης ορισμένες παρενέργειες», επισημαίνει. «Για παράδειγμα, οι φόροι (ιδιαίτερα οι άμεσοι, όπως ο ΦΠΑ) ενισχύονται από τον υψηλό πληθωρισμό.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου οι δαπάνες τείνουν να καλύψουν τη διαφορά, καθώς οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα απαιτούν αποζημίωση για τον υψηλό πληθωρισμό στις μισθολογικές συμφωνίες τους, και τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις θα πρέπει επίσης να
αυξηθούν. Το κόστος των δημόσιων επενδύσεων αυξάνεται επίσης και ο κίνδυνος από την άποψη της επιβάρυνσης υψηλότερου κόστους για τα έργα που χρηματοδοτούνται από το NGEU εναπόκειται στην κυβέρνηση, το οποίο ασκεί πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά», εξηγεί ο κ. Μπαλμπόνι. Οσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, και πάλι ο αντίκτυπος εξαρτάται από το είδος του πληθωρισμού. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός (όπως ο τρέχων) τείνει να συμπιέζει τους αποπληθωριστές του ΑΕΠ, εκτός εάν μετακυλίεται στην εγχώρια οικονομία. Και από τη στιγμή που θα περάσει, ο αρνητικός αντίκτυπος σε όρους πραγματικού ΑΕΠ μπορεί να είναι ήδη εμφανής. Επομένως, δεν υπάρχουν τεράστια οφέλη από τον υψηλό πληθωρισμό όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, και σε κάθε περίπτωση θα ήταν προσωρινά.
«Για άλλη μια φορά, όμως, η Ελλάδα είναι απομονωμένη από ορισμένες από τις αρνητικές επιπτώσεις, λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας του χρέους της και των χαμηλών αναγκών αναχρηματοδότησης, γεγονός που μειώνει το ρίσκο μετακύλισης. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική πειθαρχία, θα συμβάλει στη διατήρηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε μια σταθερή πτωτική τροχιά», καταλήγει ο οικονομολόγος.
Η δυναμική του τουρισμού, της αγοράς εργασίας και οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης στηρίζουν την οικονομία.