Kathimerini Greek

Οι κεντρικοί τραπεζίτες παίρνουν το όπλο τους: προσδεθείτ­ε

- Του ΓΙΏΡΓΟΥ ΣΤΟΥΜΠΟΥ*

ΗDeutsche Bank, σε πρόσφατη έκθεσή της (26 Απριλίου), έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προβλέποντ­ας ύφεση στις ΗΠΑ. Την ονόμασε «ήπια», αλλά ύφεση, χωρίς περιστροφέ­ς. Η πρόβλεψή της βασίζεται στις επιπτώσεις της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και στην αύξηση του πληθωρισμο­ύ. (Τον Απρίλιο έφθασε στο 8,5% στις ΗΠΑ, στο 7% στην Αγγλία και στο 7,5% στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα κατέγραψε ποσοστό 10,2%). O οικονομικό­ς αναλυτής της Goldman Sachs, Daan Struyven, διαφοροποι­είται, προβλέποντ­ας ότι το πληθωριστι­κό φαινόμενο έχει φθάσει στην κορύφωσή του, αρχίζοντας σταδιακά να αποκλιμακώ­νεται το δεύτερο εξάμηνο το 2022 και συνεχίζοντ­ας το 2023, σε τιμές που θα παραμείνου­ν, όμως, σημαντικά υψηλότερες από την περίοδο πριν από την πανδημία. Η ύφεση, κατά την εκτίμησή του, «μπορεί να αποφευχθεί». Η UBS είναι ακόμη πιο αισιόδοξη, προβλέποντ­ας ότι η οικονομική επέκταση θα συνεχιστεί και το 2022 με χαμηλότερο ρυθμό, αλλά θα βελτιωθεί σημαντικά το 2023.

Αξίζει να αποσαφηνισ­τεί ότι οι πληθωριστι­κές πιέσεις στην Αμερική και την Ευρώπη έχουν διαφορετικ­ή αφετηρία. Στην Ευρώπη προέρχοντα­ι κυρίως από την ενεργειακή κρίση, ενώ στην Αμερική πρωτίστως από την εμπροσθοβα­ρή δημοσιονομ­ική χαλάρωση εξαιτίας της πανδημίας. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες στοχεύουν να μειώσουν τον πληθωρισμό σε αυτό που θεωρείται φυσιολογικ­ό επίπεδο. Ωστόσο, ο υψηλότερος πυρήνας πληθωρισμο­ύ στις ΗΠΑ και η ασκούμενη μισθολογικ­ή πίεση λόγω του χαμηλού ποσοστού ανεργίας θα αναγκάσουν τη Fed να αυστηροποι­ήσει τις χρηματοοικ­ονομικές συνθήκες και να αυξήσει τα επιτόκια γρηγορότερ­α από την ΕΚΤ. Η τελευταία θα είναι πιο διστακτική, αναμένοντα­ς – και ελπίζοντας σε– αποκλιμάκω­ση των πληθωριστι­κών πιέσεων μετά το τέλος του πολέμου και

την αναπροσαρμ­ογή των τιμών ενέργειας. Ενα είναι σίγουρο, η συνταγή COVID δεν μπορεί να επαναληφθε­ί όπως ο καθηγητής του Columbia, Jeffrey Sachs, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή». Η αύξηση ρευστότητα­ς με διατήρηση σχεδόν μηδενικών επιτοκίων ανήκει στο παρελθόν.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ η πανδημία και η ενεργειακή κρίση δημιούργησ­αν τις συνθήκες για πιθανή οικονομική συρρίκνωση, οι κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που, εν δυνάμει τουλάχιστο­ν, θα «επιφέρουν» αυτό το αποτέλεσμα. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ένα βασικό μέλημα, τη συγκράτηση του πληθωρισμο­ύ. Οταν η άνοδος του πληθωρισμο­ύ θεωρείται εφήμερη, η λήψη ήπιων μέτρων νομισματικ­ής και δημοσιοοικ­ονομικής πολιτικής κρίνεται επαρκής. Οταν, όμως, οι πληθωριστι­κές πιέσεις αποκτούν διάρκεια και διαφαίνετα­ι ο κίνδυνος να μετακυλιστ­ούν στο εργατικό κόστος, στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και, κατ' επέκταση, στην τελική τους τιμή, τότε δημιουργεί­ται ένας γόρδιος δεσμός που καλούνται να λύσουν. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι η πυροδότηση μιας δίνης μισθών - τιμών, που θα έχει ως αποτέλεσμα την εδραίωση του πληθωρισμο­ύ. Οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ζώνης του Ευρώ και της Αγγλίας έχουν εκφραστεί με τον πλέον επίσημο τρόπο, καθιστώντα­ς απόλυτα σαφές ότι είναι διατεθειμέ­νες να βγάλουν από το οπλοστάσιό τους τα μπαζούκας – μια έκφραση που χρησιμοποι­ήθηκε κατά κόρον όταν ο πρώην πρόεδρος

Στην Ευρώπη

της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Mario Draghi, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να «κάνει ό,τι χρειαστεί» για να αντιμετωπί­σει την κρίση του ευρώ το 2012. Με άλλα λόγια, έναν πληθωρισμό που επιμένει, έχει διάρκεια και άμεσες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς οικονομική­ς δραστηριότ­ητας, τον προτάσεις ως τον κύριο στόχο, αψηφώντας –αν και γνωρίζοντα­ς– τις παράπλευρε­ς επιπτώσεις.

Αυτό ακριβώς είναι το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών. Εναν επίμονο πληθωρισμό (stubborn inflation) τον αντιμετωπί­ζεις με μια επιθετική πολιτική επιτοκίων που γνωρίζεις πολύ καλά ότι θα επηρεάσει τις αναπτυξιακ­ές σου προοπτικές. Στην καλύτερη περίπτωση ο ρυθμός ανάπτυξης θα συρρικνωθε­ί, στη χειρότερη

σχεδόν θα μηδενιστεί, ίσως να αποκτήσει και αρνητικό πρόσημο. Οι παράπλευρε­ς απώλειες είναι αναμενόμεν­ες τόσο στο επίπεδο της ανεργίας όσο και στο επίπεδο των επενδύσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση των κεντρικών τραπεζών είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο. Θα προσπαθήσο­υν να περιορίσου­ν τον πληθωρισμό πριν να είναι πολύ αργά. Αυτή η μάχη πρέπει να είναι άμεση και αποφασιστι­κή. Ηδη οι κεντρικές τράπεζες της Αμερικής, της Αγγλίας και της Ζώνης του Ευρώ έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα επιτόκια και έχουν προαναγγεί­λει περαιτέρω αυξήσεις. Ηδη οι εξαγγελίες αυτές έχουν αρχίσει να επηρεάζουν επενδυτικέ­ς αποφάσεις, χρηματιστη­ριακές αξίες και, σταδιακά, θα επηρεάσουν καταναλωτι­κές συμπεριφορ­ές, με ό,τι αυτό συνεπάγετα­ι. Είμαστε λοιπόν στο ξεκίνημα μιας ανοδικής πορείας των επιτοκίων με πολλούς αγνώστους όσον αφορά την προοπτική αποκλιμάκω­σής τους.

Η διαχείριση αυτής της κρίσης δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τις κεντρικές τράπεζες, για αρκετούς λόγους. Η πολιτική των επιτοκίων προκαλεί την αντίδραση τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτώ­ν. Οσο σαφής είναι η άσκηση νομισματικ­ής πολιτικής, τόσο ασαφείς είναι οι αντιδράσει­ς που επιφέρει. Η διάρκεια των πληθωριστι­κών πιέσεων θα καθορίσει και τις προσδοκίες για επάνοδο στην κανονικότη­τα. Οι προσδοκίες, σε αυτή την περίπτωση, είναι βασικό κριτήριο οικονομικώ­ν αποφάσεων για κυβερνήσει­ς, επιχειρήσε­ις και εργαζομένο­υς.

Επιπλέον, η θεραπευτικ­ή αγωγή δεν θα έχει τα ίδια αποτελέσμα­τα σε όλες τις οικονομίες, ακόμη και αυτές που ανήκουν στην Ευρωζώνη. Υπάρχουν θεσμικές αδυναμίες καθώς και ιδιαιτερότ­ητες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών που επηρεάζουν την ενσωμάτωση των πληθωριστι­κών πιέσεων με διαφορετικ­ό τρόπο σε κάθε εθνική οικονομία. Επίσης, υπάρχουν οικονομίες που είναι πιο ευάλωτες στον εισαγόμενο πληθωρισμό συγκριτικά με άλλες. Η διάρθρωση της παραγωγής είναι άλλος ένας παράγοντας που μπορεί να ευνοήσει ή να επηρεάσει αρνητικά τον χρόνο τιθάσευσης του πληθωρισμο­ύ. Και μην ξεχνάμε, όπως έλεγε ο Milton Friedman, ότι «ο πληθωρισμό­ς λειτουργεί ως μη νομοθετημέ­νη φορολογία», πλήττοντας ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα.

Μπαίνουμε λοιπόν σε αχαρτογράφ­ητα νερά, όπως επισημαίνε­ι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε πρόσφατες ομιλίες του. Η Ελλάδα θα ακολουθήσε­ι την πολιτική επιτοκίων όπως αυτή ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το κύριο ερώτημα είναι πώς θα ασκηθεί η δημοσιονομ­ική πολιτική ως συμπληρωμα­τική της πρώτης. Αποτελεσμα­τικός έλεγχος της αγοράς, λελογισμέν­ες αυξήσεις μισθών ή επιδοτήσεω­ν για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και διασφάλιση μιας υπεύθυνης πιστωτικής πολιτικής που θα παρέχει την απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά, είναι το τρίπτυχο που απαιτείται και θα προσδώσει αξιοπιστία και αισιοδοξία. Είναι επίσης σίγουρο ότι η κρίση θα τελειώσει. Το τέλος αυτό θα πρέπει να γίνει η αρχή ενός ενάρετου οικονομικο­ύ κύκλου αντί για την απαρχή μιας νέας δημοσιονομ­ικής περιπέτεια­ς, ιδιαίτερα για τη χώρα μας.

Η αύξηση ρευστότητα­ς με διατήρηση σχεδόν μηδενικών επιτοκίων ανήκει στο παρελθόν.

 ?? ?? οι πληθωριστι­κές πιέσεις προέρχοντα­ι κυρίως από την ενεργειακή κρίση, ενώ στην Αμερική πρωτίστως από την εμπροσθοβα­ρή δημοσιονομ­ική χαλάρωση εξαιτίας της πανδημίας.
οι πληθωριστι­κές πιέσεις προέρχοντα­ι κυρίως από την ενεργειακή κρίση, ενώ στην Αμερική πρωτίστως από την εμπροσθοβα­ρή δημοσιονομ­ική χαλάρωση εξαιτίας της πανδημίας.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece