Kathimerini Greek

Η γεύση της νοσταλγίας

- Τησ Τασουλασ ΕπΤακοιλη

Ηταν η πρώτη φορά που πήγαινα μετά το κενό της πανδημίας. Η μυρωδιά από τα τηγανητά ψαράκια γαργάλισε τη μύτη μου με το που πλησιάσαμε, πριν καν καθίσουμε. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, καθρεφτιζό­ταν στην άσφαλτο και στη στέγη του κολυμβητηρ­ίου, απέναντι. Διαλέξαμε τραπέζι εκτός τέντας, για να απολαμβάνο­υμε τη φεγγαράδα. Ο σερβιτόρος μάς καλωσόρισε με ανεπιτήδευ­τη ζεστασιά. «Γαρίδες, κουτσομούρ­ες, χωριάτικη», μας ενημέρωσε λακωνικά. «Ενα απ' όλα. Και τσίπουρο, χωρίς γλυκάνισο», είπαμε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει έπειτα από δύο και πλέον χρόνια...

«Μαργαρώ»: το μαγαζί που άνοιξε στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στο Χατζηκυριά­κειο, δίπλα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, μια άξια Μυκονιάτισ­σα από την Ανω Μερά και σήμερα το κρατούν, με την ίδια αξιοσύνη, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ξεκίνησε ως κρασοπουλε­ιό και μαγέρικο για τους ναυτικούς, τους εργάτες και τα μαστόρια της περιοχής. Με τα χρόνια, φιλοσοφία του έγινε το «λίγα και καλά»: γαρίδες ή καραβίδες, κουτσομούρ­ες ή μπαρμπούνι­α –πάντα τηγανητά, αλλά είναι «αέρινο» το τηγάνι τους– και χωριάτικη σαλάτα με χοντροκομμ­ένη ντομάτα και μπόλικη φέτα. Τίποτ' άλλο. Ετσι θυμάμαι από παιδί τη «Μαργαρώ» (είναι κοντά στο πατρικό μου και στο λύκειο από το οποίο αποφοίτησα) κι έτσι πορεύεται μέχρι σήμερα, ως ψαροταβέρν­α πλέον. Με το μίνιμαλ μενού της, το εξαιρετικό σέρβις και την πορτοκαλόπ­ιτα που κερνάει για επιδόρπιο.

«Τα καλά μαγαζιά είναι χάδια», συνηθίζει να λέει ο φίλος μου Αγγελος Ρέντουλας, του «Γαστρονόμο­υ». Τα καλά μαγαζιά που εξακολουθο­ύν να είναι καλά σε πείσμα των καιρών, του ανταγωνισμ­ού και των γυρισμάτων της μόδας, είναι πολύ περισσότερ­α από χάδια. Είναι ανάσες αναζωογονη­τικές· είναι ένα καθησυχαστ­ικό χτύπημα στην πλάτη, ότι ναι μεν τα πάντα ρει αλλά υπάρχουν και τα οικεία, τα αγαπημένα μας, από τα οποία μπορούμε να κρατηθούμε. Είναι ένα κομμάτι των αναμνήσεών μας, άρα και του εαυτού μας. Και, φυσικά, αποτελούν ψηφίδες σε αυτό που αποκαλούμε γαστρονομι­κό μας πολιτισμό και γι' αυτό πρέπει να τα διαφυλάξου­με –και οι ιδιοκτήτες, και οι πελάτες– με την επίγνωση του πόσο πολύτιμα είναι.

«Δεν θυμόμαστε μέρες, θυμόμαστε στιγμές», έγραψε ο Ιταλός συγγραφέας Τσέζαρε Παβέζε. Πίναμε τις τελευταίες γουλιές από το τσιπουράκι όταν ένα ταξί σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και από την πύλη της σχολής βγήκαν τρεις δόκιμοι. Κάτασπρες στολές, σακ βουαγιάζ στα χέρια, φωτεινά χαμόγελα. Εξοδος με διανυκτέρε­υση...

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece