Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν
Τη σύγκριση δεν την προκαλεί κάποια φοβική φαντασία. Την επιβάλλει η γεωγραφία: Ζούμε δίπλα σε έναν μεγαλύτερο, ώς τα δόντια οπλισμένο, αναθεωρητικό γείτονα. Τη σύγκριση την υπαγορεύει η λογική: Ο Πούτιν με τον Ερντογάν μοιάζουν. Εχουν τον ίδιο αυτοκρατορικό ναρκισσισμό. Την ίδια αγωνία για την απόλυτη, αλλά ολοένα και πιο μοναχική εξουσία τους.
Η σύγκριση αυτομάτως αντανακλάται και στην άλλη όχθη. Αν ο Πούτιν μοιάζει με τον Ερντογάν, πώς μοιάζουμε εμείς με τους Ουκρανούς; Μπορούμε να μας φανταστούμε στη θέση τους; Μπορούμε να δούμε στους εαυτούς μας ίχνη του χιλιοτραγουδισμένου «φρονήματος» με το οποίο εκείνοι αποκρούουν ανέλπιστα τον εισβολέα;
Την απάντηση για το «φρόνημα» των Ουκρανών –για το πώς πλάστηκε έτσι ώστε να κατορθώνει τώρα την πολεμική και ηθική υπεροχή του– θα άξιζε κανείς να το αναζητήσει στο φρόνημα των «εχθρών»: στο φρόνημα των νέων Ρώσων που εγκαταλείπουν τη χώρα τους, αρνούμενοι να στρατευθούν στους ιδεασμούς του καθεστώτος.
Η αντίθεση αυτή δεν είναι τόσο φυσική όσο φαίνεται. Πριν από τον πόλεμο, οι Ουκρανοί περιγράφονταν –όχι μόνο από φιλορωσικές πηγές– ως ένα σύνολο αβέβαιης συνοχής. Ως ένα σχετικά νεαρό, «περίπου» έθνος, με νωπή συνείδηση και ταυτότητα μεικτή – δεμένη με ιστορικό και πολιτισμικό λώρο με τον μεγάλο γείτονα. Ο πόλεμος, λένε, στερέωσε αυτή τη ρευστή ταυτότητα. Οι πολίτες της Ουκρανίας έγιναν περισσότερο Ουκρανοί χάρη στην απειλή που τους συσπείρωσε.
Και ο αρχέγονος, στιβαρός εθνικισμός των Ρώσων; Πού πήγε; Γιατί διαλύεται τώρα τόσο εύκολα στις ουρές των αεροδρομίων και των συνοριακών σταθμών;
Οι Ρώσοι που φεύγουν έχουν περισσότερα κοινά με τους αμυνόμενους Ουκρανούς παρά με τον επίδοξο στρατολόγο τους στο Κρεμλίνο. Τα βιώματα που τους διαμόρφωσαν δεν είναι μόνο του κλειστού κόσμου που το εμπόλεμο πουτινικό καθεστώς προσπαθεί τώρα να περιτειχίσει. Από τις χαραμάδες αυτού του καθεστώτος, δυο γενιές Ρώσων πρόλαβαν να γευτούν λίγο τον έξω κόσμο – της αφθονίας και της ανεμπόδιστης επικοινωνίας.
Εχουν, έστω και έμμεσα, ως διαδικτυακοί θεατές, βιώσει τη ζωή αλλού – στην ελευθερία. Γι' αυτό και τους συνέχουν κοινές προσδοκίες με τους γείτονες που αρνούνται να πολεμήσουν.
Πόσο αυθαίρετο θα ήταν να υποθέσει κανείς το ίδιο για τη νέα γενιά εκείνων των Τούρκων που μετέχουν, έστω και από την οθόνη του κινητού τους, στον κόσμο δυτικότερα της ερντογανικής επικράτειας;
Πόσο ιδεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς ότι το «φρόνημα» των Ουκρανών είναι προϊόν μιας νέας ταυτότητας – που δεν έχει ανάγκη το χώμα και το αίμα για να συγκροτηθεί στέρεη και αξιόμαχη;
Μεταξύ των αντίπαλων ιδεαλισμών –μεταξύ παλαιών και νέων μύθων– βλέπουμε ήδη ποιος επικρατεί. Πολεμάει πάντα καλύτερα αυτός που έχει περισσότερα να χάσει.