Το πρόβλημα των υποδομών και η συνήθεια των φροντιστηρίων
«Το μοντέλο που ακολουθείται διεθνώς είναι τα σχολεία να παραμένουν ανοιχτά έως αργά το απόγευμα και να οργανώνουν διάφορες δραστηριότητες για τους μαθητές. Ωστόσο, αυτό απαιτεί επιπλέον εξειδικευμένο προσωπικό και καλό προγραμματισμό», παρατηρεί στην «Κ» η Ελένη Μπούντα, εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Στη χώρα μας πρέπει το δημόσιο σχολείο να καλύπτει τη ζήτηση των παιδιών για εκμάθηση ξένων γλωσσών και για αθλητισμό. Αλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι πολλά παιδιά πηγαίνουν σε κέντρα μελέτης, δημοτικά ή ιδιωτικά», προσθέτει η ίδια, λέγοντας ότι μπορούσε να ενισχυθεί και το υποχρεωτικό πρόγραμμα. Ενα τέτοιο μοντέλο λειτούργησε από το 2010, επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, όταν είχαν θεσμοθετηθεί τα ολοήμερα δημοτικά με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (ΕΑΕΠ), το υποχρεωτικό πρόγραμμα των οποίων ξεκινούσε στις 8 π.μ. και τελείωνε στις 2 μ.μ. (με αγγλικά, πληροφορική, φιλαναγνωσία, αισθητική αγωγή) και το προαιρετικό ολοήμερο πρόγραμμα στις 4.15 μ.μ. (με φαγητό και κατόπιν δύο διδακτικές ώρες καθημερινά).
Βέβαια, ένα τέτοιο μοντέλο λειτουργίας του σχολείου απαιτεί
και συγκεκριμένες υποδομές. «Σήμερα ο πρωινός υποχρεωτικός κύκλος ολοκληρώνεται στη 1.30 το μεσημέρι και έως τις 5.30 το απόγευμα είναι πέντε διδακτικές ώρες. Μιλάμε για ένα δεύτερο, “μικρό” σχολείο», παρατηρεί, μιλώντας για το θέμα στην «Κ», ο Αριστείδης Αυξονίδης, διευθυντής στο 24ο Δημοτικό Σχολείο Χαλκίδας. Στο σχολείο του οι περισσότεροι μαθητές που παρακολουθούν το ολοήμερο πρόγραμμα (δηλαδή οι 75 από τους 90) έχουν δηλώσει ότι θα αποχωρούν έως τις 3.50 μ.μ.
«Εάν ένας μαθητής επιλέξει να φύγει στις 4 το απόγευμα θα μένει καθημερινά περίπου οκτώ ώρες στο σχολείο. Εάν προτιμήσει το ολοήμερο πρόγραμμα έως τις 5.30 μ.μ., τότε φθάνουμε στις περίπου δέκα ώρες παραμονής στο σχολείο. Αφενός η απουσία από την οικογενειακή εστία θα
είναι πολύωρη, αφετέρου οι υποδομές υποστήριξης για σίτιση και ξεκούραση δεν είναι επαρκείς σε πολλές σχολικές μονάδες», παρατηρεί στην «Κ» ο Γεώργιος Ζέλιος, διευθυντής του 4ου Δημοτικού Σχολείου Ελληνικού. Επισημαίνει, δε, ότι πολλοί μαθητές το απόγευμα παρακολουθούν ξένες γλώσσες (Αγγλικά) και δραστηριότητες, όπως μπαλέτο, κολυμβητήριο, ωδείο κ.λπ., που αποτελούν γονεϊκή επιλογή, ενώ στο διευρυμένο πρόγραμμα (5.30 μ.μ.) οι δραστηριότητες αναπτύσσονται με βάση τη διαθεσιμότητα του προσωπικού του σχολείου. Βέβαια, η πλειονότητα των μαθητών ξεκινάει Αγγλικά στη Γ΄ Δημοτικού, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που τα αρχίζουν από την Α΄ Δημοτικού. Επίσης, οι περισσότεροι κάποιες ημέρες κάνουν και αθλητισμό.
Γονείς που δήλωσαν επιφυλακτικοί
με το ολοήμερο πρόγραμμα εστίασαν στα ποιοτικά μειονεκτήματά του. Ενδεικτικά, όταν το τμήμα είναι πολυπληθές η βοήθεια των δασκάλων σε κάθε παιδί ξεχωριστά για να μελετήσει και να προετοιμαστεί για την επόμενη ημέρα είναι ανεπαρκής, ακόμη κι αν ο δάσκαλος είναι εργατικός και φιλότιμος», όπως παρατήρησε στην «Κ» η 35χρονη Ειρήνη, μητέρα ενός 8χρονου μαθητή στο Παγκράτι. Ετσι, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα ιδιωτικά κέντρα μελέτης, που αναλαμβάνουν την προετοιμασία των μικρών παιδιών στα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Κουμέντο, διευθυντή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Νοτίου Τομέα της Αττικής, πολλά παιδιά παρακολουθούν τα δημοτικά κέντρα δημιουργικής απασχόλησης
παιδιών. Είναι παιδαγωγικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχολούν τα παιδιά με δραστηριότητες και βοηθούν συγχρόνως και τους γονείς που εργάζονται.
Η υπερφόρτωση
«Τα παιδιά είναι από τους πιο σκληρά εργαζομένους», ανέφερε στην «Κ» η Εύη Τσιρογιαννίδου, ψυχολόγος εφήβων, και εστιάζοντας στο θέμα της υπερφόρτωσης των παιδιών τόνισε: «Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό. Οι γονείς φυσικά έχουν τη διάθεση να προσφέρουν στα παιδιά, αλλά τελικά μπορεί η υπερφόρτωση με δραστηριότητες από πολύ μικρή ηλικία να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το παιδί πρέπει να έχει χρόνο αδρανή για να κατασταλάξει τι θέλει. Και αυτός ο χρόνος δεν υπάρχει για τα σημερινά παιδιά».