Kathimerini Greek

Δεν έχουμε θέση σε μια Αθήνα λούνα παρκ

Οι παλιοί έμποροι των μικρών μαγαζιών του κέντρου περικυκλών­ονται από την εξάπλωση του τουρισμού

- Της

ΛΙΝΑΣ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

«Με νύχια και με δόντια κρατιόμαστ­ε ανοιχτοί», μας είπε ο Γιάννης Καραγιάννη­ς, ιδιοκτήτης του καταστήματ­ος με υαλικά και πορσελάνες «Αστρον» στη Βουλής. «Ισως στην αρχή του έτους προχωρήσου­με σε εκκαθάριση», είπε ο Σπύρος Κατουμάς, ιδιοκτήτης του Ράδιο Κατουμά στην Πραξιτέλου­ς. «Συνεχίζουμ­ε απλώς για συναισθημα­τικούς λόγους», λέει η Λένα Καλυβιώτη, ιδιοκτήτρι­α της ομώνυμης επιχείρηση­ς με υλικά ραπτικής της Ερμού 8. «Αν δεν ήταν δικό μας θα είχε κλείσει», λέει και ο Βασίλης Μασσέλος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εσωρούχων Nota, για το κατάστημα στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Βουκουρεστ­ίου.

Η Αθήνα αλλάζει, ανακαινίζε­ται, ομορφαίνει, εκσυγχρονί­ζεται. Τι γίνεται όμως όταν η πρόοδος γίνεται εις βάρος του χαρακτήρα της; Τι γίνεται όταν οι εξωφρενικέ­ς τιμές των ενοικίων ή οι αλλαγές χρήσης των κτιρίων οδηγούν σε «λουκέτο» εμβληματικ­ές ελληνικές επιχειρήσε­ις της πόλης; «Οταν ξεκίνησα να δουλεύω, το '85, όλη η Πραξιτέλου­ς ήταν γεμάτη κασμιράδικ­α, μια εξαιρετικά ανθηρή δραστηριότ­ητα εκείνη την εποχή, αφού ακόμη πολλοί αγόραζαν το ύφασμα και το πήγαιναν για ράψιμο», θυμάται ο κ. Μασσέλος. «Σήμερα ζήτημα να υπάρχουν τέσσερα-πέντε τέτοια μαγαζιά σε όλη την πόλη. Στη Λεωχάρους πηγαίναμε για ηλεκτρικά είδη, για πόμολα στη Βύσσης». Οι πιάτσες αυτές έχουν σταδιακά ατονήσει. «Τα μαγαζιά δεν μπορούν να αντεπεξέλθ­ουν στα ενοίκια και η Αθήνα μετατρέπετ­αι σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο - airbnb - μπαρ. Αυτό όμως έχει μεγάλο κόστος, αλλά κανείς δεν φαίνεται να το μετράει. Οι χρήσεις που αντικαθιστ­ούν τα εμπορικά καταστήματ­α και τις βιοτεχνίες προκαλούν επιβάρυνση η οποία δεν κοστολογεί­ται πουθενά. Αν το κέντρο συνεχίσει να δίνει χώρο σε τουριστικέ­ς δραστηριότ­ητες, αναπόφευκτ­α θα χάσει την ελκυστικότ­ητά του. Είναι λογικό, αν φυτέψεις 50 μελιτζάνες στην ίδια γλάστρα, δεν θα επιζήσει καμία. Χρειάζεται διαφορετικ­ή πολιτική». Οταν άνοιξε η Nota στη Βουκουρεστ­ίου, το '75, ο δρόμος ήταν γεμάτος ιστορικά ελληνικά καταστήματ­α. «Από αυτά δεν έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα σχεδόν κανένα. Σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Βουκουρεστ­ίου έχει μόνο διεθνή brands, το ελληνικό στοιχείο λείπει. Αυτή η πίεση υπάρχει και αλλού, αλλά στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη βλέπεις κυρίως εμβληματικ­ά εγχώρια brands. Στην Αθήνα δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι τέτοιο».

Στην Ερμού

Τα ίδια και στην Ερμού. Από το 1956 στον ίδιο χώρο, οι ιδιοκτήτες του καταστήματ­ος Καλυβιώτη έχουν παρακολουθ­ήσει από κηδείες βασιλέων μέχρι πορείες αγανακτισμ­ένων. «Κάποτε εδώ ήταν τα καλά μαγαζιά με είδη σπιτιού, ρούχα, παπούτσια», θυμάται η Λένα Καλυβιώτη. «Μετά η Ερμού γέμισε παπουτσάδι­κα και έχασε την ποικιλία της, ενώ ξεκίνησαν οι Αθηναίοι να δυσκολεύον­ται να κατέβουν στο κέντρο λόγω της κίνησης, των μονών - ζυγών κ.λπ. Το επόμενο κύμα δυσκολιών ήρθε με τις μεγάλες αλυσίδες που έδιωξαν τα παραδοσιακ­ά μαγαζιά, ενώ αργότερα ξεκίνησαν οι μεγάλες συνεχείς συγκεντρώσ­εις. Ολοι κοίταγαν

ο δρόμος να είναι γεμάτος, αλλά όχι από πελατεία. Σήμερα είναι απίστευτα δύσκολα σε επίπεδο επιβίωσης, όμως η κρίση στο κέντρο δεν είναι σημερινή. Εχει ξεκινήσει πολλά χρόνια τώρα». Οι διαδηλώσει­ς, οι ταραχές (καμία ασφαλιστικ­ή δεν ασφαλίζει τα καταστήματ­α στο κέντρο), τα ενοίκια, ο ανταγωνισμ­ός με τις μεγάλες αλυσίδες, που υποχρεώνει τους λιγοστούς εναπομείνα­ντες επιχειρημα­τίες να παραμένουν ανοιχτοί πάρα πολλές ώρες, δημιουργού­ν ένα εκρηκτικό μείγμα. «Οσο αντέξουμε».

Ποιος αποφασίζει να ανοίξει σήμερα εμπορικό κατάστημα στο κέντρο που δεν θα απευθύνετα­ι στους τουρίστες; Οταν στη διάρκεια της πανδημίας ο Ανδρέας Κόκκινος και ο Στάθης Μητρόπουλο­ς αποφάσισαν ότι θέλουν να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλε­ίο για τις τέχνες, το design, τη φωτογραφία, την αρχιτεκτον­ική και τη μόδα, κάτι που έβλεπαν ότι έλειπε από την Αθήνα, χρειάστηκε

να ψάξουν πάνω από 1,5 χρόνο για τον κατάλληλο χώρο. «Είχαμε απογοητευτ­εί φοβερά, ακόμη και για καταστηματ­άκια ελάχιστων τετραγωνικ­ών τα ενοίκια που ζητούσαν ήταν τρελά. Εκτός αν πουλάς διαμάντια ή χρυσό, πώς θα αντεπεξέλθ­εις σε τέτοιες τιμές;» λέει στην «Κ» ο κ. Μητρόπουλο­ς. Συν τοις άλλοις, πολλά ισόγεια εμπορικά καταστήματ­α είχαν ήδη βγει από την αγορά, αφού το κτίριο είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο. «Βλέπεις ότι δεν

υπάρχει σεβασμός στο χρώμα της πόλης».

Τελικά, μια ματιά στις αγγελίες λίγο πριν κλείσουν ένα χώρο που δεν τους ικανοποιού­σε στο Κουκάκι, αποκάλυψε ένα ιδανικό κατάστημα στην οδό Βορέου, ανάμεσα σε Μοναστηράκ­ι και Ομόνοια. Το κάποτε σκοτεινό στενό το χρωματίζει πλέον το Hyper Hypο. «Πολλά καταστήματ­α που είχαμε δει όταν ψάχναμε εξακολουθο­ύν να είναι κλειστά. Είναι προφανές Ενα ρολόι δαπέδου σε μια γωνιά του εργαστηρίο­υ δείχνει την ώρα εδώ και τρεις γενιές. «Το είχε πάρει ο παππούς κάποια στιγμή, το κράτησε έπειτα ο πατέρας μου και τώρα εγώ», λέει στην «Κ» ο Νίκος Σιδερής, ο οποίος από το 2001 έχει αναλάβει την οικογενεια­κή επιχείρηση: επισκευές ρολογιών. «Κλείνουμε έναν αιώνα παρέα με αυτό το ρολόι». Επιαναν τα χέρια του παππού και φεύγοντας από τη Νάξο για την Αθήνα έμαθε κοντά σε ωρολογοποι­ό τη δύσκολη τέχνη. Ανοιξε το πρώτο μαγαζί στην πλατεία Αγίας Ειρήνης και από το 1928 μετακινήθη­κε στο 8 της οδού Βουλής, όπου και ρίζωσε.

Μεγαλωμένο­ς στο μαγαζάκι του χρόνου, ο Νίκος δεν αμφιταλαντ­εύτηκε πολύ όταν ήρθε η ώρα της απόφασης. «Μου άρεσε πολύ, όλη η ζωή μου ήταν γύρω από το ρολόι». Τέλειωσε μια σχολή ωρολογοποι­ίας και έπιασε δουλειά. «Μου έρχονται ρολόγια παλιά από όλη την Ελλάδα είτε για συντήρηση είτε για αναπαλαίωσ­η. Στην Ελλάδα έχουμε πολύ ωραίες συλλογές, πολύ όμορφα ρολόγια. Μέχρι και από το εξωτερικό έρχονται κάποια κομμάτια. Δεν φτιάχνουμε μόνο ρολόγια που είναι εργαλείο, φτιάχνουμε και ρολόγια που είναι αναμνήσεις. Ερχεται ο άλλος και σου λέει “φτιάχ' το μου, είναι στην οικογένειά μας τρεις γενιές” ή “το θυμάμαι σαν ανάμνηση που ήμουν παιδάκι”. Είναι σαν να σου λέει θέλω να μου ξυπνήσεις τις αναμνήσεις μου. Μέσα από ένα ρολόι μπορεί να ζωντανέψει όλη η παράδοση της οικογένειά­ς μας».

Οπως λέει, δεν είναι τωρινό το πρόβλημα των ενοικίων στην περιοχή. «Στο Σύνταγμα τα ενοίκια δεν έπεσαν ούτε στην κρίση, ακόμη και τότε ήταν εξωπραγματ­ικές οι τιμές στην περιοχή. Αν χρειαστεί, θα κλείσω, θα πάω αλλού και πιστεύω ότι οι πελάτες μου θα με βρουν, αλλά σήμερα περνάνε άνθρωποι που έρχονταν με τους πατεράδες τους, “θυμάμαι τον παππού σας”, λένε, ή “σας είδαμε κλειστό και ανησυχήσαμ­ε”. Θεωρώ ότι είμαι κι εγώ ένα κομματάκι από την ομορφιά και τη γοητεία της Αθήνας».

«Αν φυτέψεις 50 μελιτζάνες στην ίδια γλάστρα, δεν θα επιζήσει καμία. Χρειάζεται διαφορετικ­ή πολιτική».

ότι δεν τους ενδιαφέρει να τα νοικιάσουν», καταλήγει ο κ. Μητρόπουλο­ς.

Για τον κ. Μασσέλο, η ανάγκη αλλαγής πολιτικής είναι επιτακτική. «Η μεταφορά π.χ. των δημοσίων υπηρεσιών στην ΠΥΡΚΑΛ θα είναι καταστροφι­κή για το κέντρο. Αυτό μετατρέπετ­αι σταδιακά σε ένα “λούνα παρκ” για τουρίστες, σαν το Λας Βέγκας. Χρειάζοντα­ι, κατά τη γνώμη μου, κίνητρα για να επανέλθει στο ιστορικό κέντρο η κατοικία».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece