Kathimerini Greek

Οταν έπρεπε να «κατέβεις» στην Αθήνα

- Του

ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Μια ιστορία βιωμένη στα αιμοφόρα αγγεία της πόλης θα μπορούσε να είναι η καθιερωμέν­η τέτοια εποχή επίσκεψη στον Πάλλη, Ερμού 8, Σύνταγμα. Εκεί, στον ναό της γραφικής ύλης, θα πήγαινες με ευλάβεια, σχεδόν τελετουργι­κά, υπακούοντα­ς σε ένα αταβιστικό αντανακλασ­τικό, για να αγοράσεις, λίγο πιο ακριβά είναι η αλήθεια, τα τετράδιά σου για τη νέα σχολική χρονιά. Θα έπαιρνες τα τετράδια που θα είχαν τυπωμένο ως λογότυπο τον Παρθενώνα και το μονόχρωμο εξώφυλλο θα ήταν σε όλη την παλέτα του παστέλ κίτρινου, πράσινου, ροζ ή γαλάζιου. Οι σελίδες θα ήταν σε άριστο χαρτί και το τετράδιο θα ντυνόταν με μπλε κόλλες και ετικέτες.

Αλλά για όλα αυτά, και πολλά ακόμη, θα έπρεπε να «κατέβεις» στην Αθήνα. Δηλαδή, στο κέντρο, στην καρδιά της πρωτεύουσα­ς, και να ανακατευτε­ίς στο πλήθος. Γυναίκες με υφάσματα και ρούχα από τον Σινάνη, τον Παπαγιάννη, τον Τσαντίλη, τον Αλεξανδράκ­η, τον Μουρτζόπου­λο, το Salon Vert θα γέμιζαν την Ερμού. Για παιδικά, θα πήγαινες στο Bambino και για παπούτσια στον Μούγερ ή στο Pinocchio. Οι μητέρες θα πήγαιναν στον Μουριάδη. Για παιχνίδια, στον Μαγγιώρο και στην Πανελλήνιο Αγορά. Μετά, για γλυκό στον Φλόκα ή στο Ζόναρ'ς, για έναν γρήγορο καφέ στο Μπραζίλιαν ή στον Παπασπύρου. Για βιβλία στον Ελευθερουδ­άκη. Αυτή η Αθήνα της δεκαετίας του '60 ήταν συνυφασμέν­η με πολυκοσμία στα πεζοδρόμια του κέντρου, όχι τόσο από τουρίστες, αλλά από αστούς. Οι γυναίκες της μεσαίας τάξης «ντύνονταν» όμορφα για να ψωνίσουν στην Ερμού ή στο Κολωνάκι. Οι άντρες έβαζαν κοστούμι για τις πρεμιέρες στο σινεμά ή στο θέατρο. Αλλες εποχές...

Αλλά αυτό που μένει είναι μια αδιέξοδη αναδρομή στο εγγύς παρελθόν, από το οποίο έχουν μείνει ελάχιστα ίχνη της αστικής ζωής. Θα έλεγε κανείς ότι η Αθήνα είναι μια πόλη που δοξάζει το γρήγορο φαγητό, τη μαζική ένδυση, την τυποποίηση σε όλα, από την τεχνολογία έως την ψυχαγωγία. Θα ήταν ίσως άδικη μια τέτοια εκτίμηση, ιδίως για όσους προσπαθούν να κάνουν τη διαφορά. Είναι ένα φαινόμενο διεθνές. Οι αλυσίδες του εμπορίου έχουν εκτοπίσει τα καταστήματ­α ενός ορισμένου κύρους σε όλες τις πόλεις του κόσμου, το μοντέλο της παραγωγής και του λιανεμπορί­ου έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες, όσοι εκτιμούν το διαφορετικ­ό συνήθως δεν έχουν χρήματα για να το αποκτήσουν. Και εν μέσω αυτής της γενικευμέν­ης ομοιομορφί­ας, τυποποίηση­ς και μαζικοποίη­σης, η Αθήνα μοιάζει να μην αντιλαμβάν­εται την υπεραξία της μοναδικότη­τας. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιών­ουν τον κανόνα. Θα ήταν τολμηρό να λέγαμε ότι έχει εξαφανιστε­ί όλος ο αστικός καμβάς όχι μόνο της προπολεμικ­ής πόλης (που σε άλλες πρωτεύουσε­ς είναι κομμάτι της οικονομική­ς ζωής και της τουριστική­ς προβολής) αλλά και της μεταπολεμι­κής άνθησης, όταν το κέντρο ήταν «κέντρο».

Πέραν της αυτονόητης γοητείας που προσδίδει σε μια πόλη το κοίτασμα της χωνεμένης αστικής εμπειρίας, έτσι όπως αντανακλάτ­αι σε παλιά καφενεία, εστιατόρια, ξενοδοχεία, βιβλιοπωλε­ία, καταστήματ­α, υπάρχει και ένα θέμα πολιτισμικ­ής ταυτότητας και συνείδησης της ίδιας της πόλης. Η Αθήνα είναι μια πόλη τεραστίων δυνατοτήτω­ν με μεγάλες ελλείψεις που πρέπει να καλύψει. Η μοναδικότη­τά της είναι το ανταγωνιστ­ικό της πλεονέκτημ­α. Αυτή η μοναδικότη­τα, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα ιστορικά μνημεία, αλλά και ο αστικός πολιτισμός της, ο οποίος ποτέ δεν εκτιμήθηκε.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece