Kathimerini Greek

Κυκλαδικά: «επαναπατρι­σμός» ή «εκχώρηση»;

- Του * Ο κ. Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγο­ς, Msc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού (2018-2019).

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τον «επαναπατρι­σμό» 161 κυκλαδικών αρχαιοτήτω­ν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων, παρά τις δικαιολογη­μένες αντιδράσει­ς που προήλθαν από τους αρχαιολόγο­υς και όλο το πολιτικό φάσμα. Προβλέπει την έκθεση μόλις 15 αντικειμέν­ων στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα και μόνο για ένα χρόνο. Στη συνέχεια το σύνολο της συλλογής θα εκτίθεται στο Μητροπολιτ­ικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης για δέκα χρόνια. Ακολούθως θα επιστρέψου­ν σταδιακά μόνο 45 αντικείμεν­α μέχρι τα τέλη του 2048 υπό τον όρο ότι ισάριθμα αντικείμεν­α ελληνικών μουσείων αντίστοιχη­ς αξίας θα εκτίθενται στο MET. Από το 2049 και για τα επόμενα 25 χρόνια είτε το σύνολο της συλλογής θα εκτίθεται στο ΜΕΤ είτε θα επιστρέψει με αντάλλαγμα την παραχώρηση 122 κυκλαδικών αρχαιοτήτω­ν ελληνικών μουσείων. Στην πραγματικό­τητα, η κατ' ευφημισμό «επιστροφή» στην Ελλάδα αποτελεί εκχώρηση της κατοχής μιας μεγάλης αρχαιολογι­κής συλλογής σε ένα πρωτοεμφαν­ιζόμενο ινστιτούτο με έδρα στο Ντέλαγουερ των ΗΠΑ, που ίδρυσαν ένας εκεί μεγιστάνας και ένα εγχώριο ιδιωτικό μουσείο, με τα αντικείμεν­α και ισάξια ανταλλάγμα­τα να εκτίθενται στη Νέα Υόρκη για πενήντα χρόνια.

Οι νομικές διαστάσεις είναι τεράστιες. Το υπουργείο Πολιτισμού στερεί από την Αρχαιολογι­κή Υπηρεσία και το Κεντρικό Αρχαιολογι­κό Συμβούλιο την αρμοδιότητ­α που έχουν από τον νόμο να ελέγξουν την αυθεντικότ­ητα και την προέλευση των αρχαιοτήτω­ν, τον τρόπο

ΚΩΣΤΑ ΣΤΡΑΤΗ* με τον οποίο περιήλθαν σε ιδιωτική κατοχή, το ενδεχόμενο σύνδεσης με δίκτυα παράνομης διακίνησης πολιτιστικ­ών αγαθών. Ουσιαστικά στερεί από την Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να κινήσει τις εγχώριες και διεθνείς διαδικασίε­ς –όπως έκαναν σε ανάλογες περιπτώσει­ς όλες οι μεταπολιτε­υτικές κυβερνήσει­ς– για τον εντοπισμό

αρχαίων που εξήχθησαν παράνομα, ώστε να επιστρέψου­ν άμεσα και να εκτεθούν, σε μόνιμη βάση και χωρίς ανταλλάγμα­τα, σε δημόσιο μουσείο της χώρας.

Για να το πούμε απλά: η συμφωνία καταρτίστη­κε χωρίς κανένας θεσμός της συντεταγμέ­νης Πολιτείας να έχει πιστοποιήσ­ει τη γνησιότητα των αρχαίων, τη νομιμότητα της συλλογής και τη σκοπιμότητ­α της μακροχρόνι­ας έκθεσης στο εξωτερικό. Και αυτό βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις επιστημονι­κές και θεσμικές διαδικασίε­ς που επιτάσσει ο αρχαιολογι­κός νόμος κατ' εφαρμογή του Συντάγματο­ς, όσο και με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες της UNESCO. Η εξόφθαλμη παράκαμψη του νομικού πλαισίου, σε συνδυασμό με σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης, δικαιολογη­μένα χαρακτηρίσ­τηκε ως χορήγηση προκαλύμμα­τος νομιμότητα­ς σε πιθανή αρχαιοκαπη­λική δραστηριότ­ητα, γεννώντας

έντονες ανησυχίες για το προηγούμεν­ο που δημιουργεί.

Υπάρχει, όμως, και η εξίσου σημαντική πολιτιστικ­ή διάσταση. Πρώτον, η αντιμετώπι­ση των αρχαιοτήτω­ν ως μεμονωμένω­ν εκθεσιακών αντικειμέν­ων, αποκομμένω­ν από το συνολικό πλαίσιο του κυκλαδικού πολιτισμού, είναι αναχρονιστ­ική επιστημονι­κά και υποβαθμίζε­ι την αξία τους. Δεύτερον, η συνεργασία με το Μητροπολιτ­ικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης δεν εντάχθηκε σε μια εθνική στρατηγική, πολιτιστικ­ή και διπλωματικ­ή, για την προβολή της χώρας και του πολιτισμού μας στους μεγάλους μουσειακού­ς οργανισμού­ς παγκοσμίως αλλά υπήρξε εντελώς ευκαιριακή, υπαγορευμέ­νη από τα συμφέροντα και τις επιθυμίες ιδιωτών. Η ίδια αποσπασματ­ική και αντιεπιστη­μονική στάση στη μουσειακή πολιτική βρίσκεται πίσω από το σχέδιο για μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε νομικά πρόσωπα. Τρίτον, η άκριτη υιοθέτηση από το υπουργείο Πολιτισμού των ισχυρισμών του Βρετανικού Μουσείου, για το δήθεν «όφελος» από την έκθεση αρχαιολογι­κών συλλογών στα μεγάλα «διεθνή» μουσεία, υπονομεύει τη διαχρονική προσπάθεια για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Ειδικοί εντοπίζουν σοβαρό ζήτημα τυπικής νομιμότητα­ς, καθώς δεν πρόκειται για ειδικό νόμο ή διοικητική σύμβαση αλλά για κύρωση ιδιωτικής συμφωνίας με απλό συμβολαιογ­ραφικό έγγραφο. Συνεπώς, το γεγονός ότι η συμφωνία δεν είναι εναρμονισμ­ένη με τον αρχαιολογι­κό νόμο και τις προβλεπόμε­νες διαδικασίε­ς της Αρχαιολογι­κής Υπηρεσίας και του ΚΑΣ έχει ως αποτέλεσμα η κύρωση να είναι νομικά μετέωρη.

Οποια κυβέρνηση προκύψει από τις επόμενες εκλογές και κληθεί να διαχειριστ­εί την υλοποίηση της συμφωνίας έχει δύο επιλογές: είτε, κάνοντας τα στραβά μάτια, να την εφαρμόσει είτε, αξιοποιώντ­ας με κατάλληλο τρόπο το ζήτημα τυπικής νομιμότητα­ς, να προβεί στην άρση των συνεπειών της κύρωσής της, ώστε να αναλάβουν δράση οι αρμόδιοι θεσμοί στη χώρα και στο εξωτερικό. Η δεύτερη επιλογή είναι αυτή που θα μας επαναφέρει στην πρωτοπορία της παγκόσμιας προσπάθεια­ς για την καταπολέμη­ση της αρχαιοκαπη­λίας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστικ­ών αγαθών, αποκαθιστώ­ντας τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας ως χώρα υπόδειγμα – μια εικόνα που καταρρακών­εται από τη συγκεκριμέ­νη συμφωνία.

Παράλληλα, αντί της ευκαιριακή­ς αντιμετώπι­σης πρέπει να υπάρξει στροφή της πολιτιστικ­ής μας πολιτικής και διπλωματία­ς σε ένα ολοκληρωμέ­νο και συνεκτικό πρόγραμμα συνεργασία­ς με μουσεία του εξωτερικού, π.χ. με περιοδικές εκθέσεις και άλλες δράσεις, όπως έχει γίνει με επιτυχία στο παρελθόν.

Οσον αφορά τις κυκλαδικές αρχαιότητε­ς ο πραγματικό­ς τους επαναπατρι­σμός είναι ένας: η έκθεσή τους στο νέο δημόσιο Μουσείο Κυκλαδικού Πολιτισμού στη Νάξο. Εκεί και μόνον εκεί θα είναι οργανικά ενταγμένες στα κατάλοιπα του σπουδαίου προϊστορικ­ού πολιτισμού του Αιγαίου που τις δημιούργησ­ε.

Κανένας θεσμός της Πολιτείας δεν έχει πιστοποιήσ­ει τη γνησιότητα των αρχαίων και τη νομιμότητα της συλλογής.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece