Εργατικές αναταραχές, αίτια και μνήμη
Μόλις οι απεργίες του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1979 τελείωσαν, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια να διαμορφωθεί η μνήμη τους. Τα προβλήματα και οι συνέπειές τους μεγιστοποιήθηκαν με τρόπο υπερβολικό. Δημιουργήθηκε η εικόνα ότι το κράτος είχε κρατηθεί όμηρος από «άπληστους» εργάτες των οποίων η δράση υπαγορευόταν από «συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό και ύβρι». Αυτή η παραπλανητική εκδοχή επικράτησε και διατηρήθηκε στη μνήμη. Ο μύθος σχηματίστηκε από όλο το πολιτικό φάσμα, τόσο από υποστηρικτές του αναδυόμενου συντηρητισμού όσο και από εκπροσώπους ενός βαθιά διχασμένου Εργατικού Κόμματος, που προσπαθούσαν να αντιπαρατεθούν στους συντρόφους τους.
Από τις εκλογές του 1979 και σε όλη τη δεκαετία του 1980, το Συντηρητικό Κόμμα υιοθέτησε τη στρατηγική της επίκλησης του «χειμώνα της δυσαρέσκειας», ώστε να απαξιώσει το εργατικό κίνημα, τη σοσιαλδημοκρατία και τον κεϋνσιανισμό και να πείσει το εκλογικό σώμα ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση από τον θατσερισμό. Στη δεκαετία του 1990 η στρατηγική αυτή είχε τόσο εδραιωθεί, ώστε το Νέο Εργατικό Κόμμα υπό τον Τόνι Μπλερ υιοθέτησε αυτή την εκδοχή για να μπορεί να διεκδικήσει την πλειοψηφία.
Ωστόσο, πίσω από τις απεργίες του χειμώνα του 1978-79 δεν βρίσκονταν απληστία ή ύβρις, αλλά οι τεκτονικές αλλαγές στη μεταπολεμική βρετανική πολιτική και την οικονομία, καθώς και επίπεδα πληθωρισμού που έφερναν τη χώρα κοντά στην κατάρρευση.
Την περίοδο 1945-79 η Βρετανία ήταν μια μεικτή οικονομία. Το κράτος ήλεγχε πολλούς παραγωγικούς τομείς. Το σύστημα επιδίωκε να συνδυάσει τον καπιταλισμό με την αναδιανομή του πλούτου. Παρήγαγε ισχυρή ανάπτυξη και ήπιο πληθωρισμό για πολλά χρόνια, αλλά υπονομεύτηκε από την παρακμή της βρετανικής βιομηχανίας. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ο πληθωρισμός έγινε ανεξέλεγκτος, υποθηκεύοντας τη μεταπολεμική συναίνεση.
Ο πληθωρισμός έφθασε στο 26,9% τον Αύγουστο του 1975. Ο Εργατικός υπουργός Οικονομικών Ντένις Χίλι δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει ένα δάνειο με το ΔΝΤ. Ο Τζέιμς Κάλαχαν, πρωθυπουργός από το 1976, ήλπιζε να περιορίσει τον πληθωρισμό μέσω εθελουσίας μείωσης εισοδήματος που θα συμφωνούνταν με τα εργατικά συνδικάτα, θεωρώντας ότι τούτο θα μείωνε και την ανεργία. Τέτοιες μειωμένες αυξήσεις μισθών επιβλήθηκαν τα έτη 1975, 1976 και 1977. Με την επιβολή παρόμοιων περιορισμών, ο πληθωρισμός έπεσε στο 15,85% το 1977 και στο 8,3% το 1978. Παρά τις εξαγγελίες για επανέναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων και για να διατηρήσει τη δυναμική αυτή, τον Ιούλιο του 1978 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα όριο του 5% για αυξήσεις στις αποδοχές.
Η ομοσπονδία των εργατικών συνδικάτων (TUC) απέρριψε αυτή την πολιτική και απαίτησε επανάληψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Δεν μπορούσε άλλωστε να εκπροσωπήσει πλήρως τις μικρότερες τοπικές εργατικές ενώσεις που είχαν πλέον πολλαπλασιαστεί, ενώ παράλληλα η σύσταση της αγοράς εργασίας άλλαζε. Η εισροή νέου εργατικού δυναμικού –κυρίως γυναικών και μεταναστών– δημιουργούσε νέα δεδομένα, ακόμη και αμφισβητήσεις του ίδιου του TUC, το οποίο θεωρούνταν από αυτούς τους εργαζομένους «συντηρητικός» θεσμός. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες δεν συμμετείχαν στα παραδοσιακά συνδικάτα, είχαν χαμηλότερες αποδοχές και επομένως ήταν πολύ πιο ευάλωτες στον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό που επέφερε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους. Ετσι το TUC δεν μπορούσε να ελέγξει τις αντιδράσεις τους.
Πίσω από τις απεργίες βρίσκονταν οι τεκτονικές αλλαγές στη μεταπολεμική βρετανική πολιτική και στην οικονομία, καθώς η χώρα είχε φτάσει κοντά στην κατάρρευση.