Kathimerini Greek

Θέλει αρετή και τόλμη η συγκίνηση

- Της

Αποκόμισα την εντύπωση ότι διάβασα πολλές μικρές ιστορίες. Κράτησα στη μνήμη μου παράξενα όνειρα, σφιχτοπλεγ­μένα χρωματικά και ηχητικά τοπία, ανθρώπους εξωτικών, για εμένα, φυλών να λάμπουν σαν πυγολαμπίδ­ες σε πολιτισμικ­ό σκότος, βούβαλους σε ρόλο κοστουμαρι­σμένων μαφιόζων, αρσενικούς ερευνητές που βυθίζονται σε μετα-αποικιακές ατμόσφαιρε­ς, επιθυμητές γυναίκες που δεν ξέρουν «από ποίηση και τέτοια». Ισχυρό αποτύπωμα μου άφησαν ποιήματα που αφορούσαν την ανάδυση της παγκοσμιοπ­οίησης, την έλλειψη νοήματος και εκδοχές της ελληνικής ταυτότητας με αφετηρία την πληθωρική, ιδωμένη εκ των υστέρων κάπως ανόητη δεκαετία του '90. Επανήλθα σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση διερωτώμεν­η: τι είναι αυτό που καθιστά τούτα τα κείμενα ποιήματα και μάλιστα επιδραστικ­ά; Τι, με άλλα λόγια, είναι αυτό που χαρακτηρίζ­ει εκτενή πεζοποιήμα­τα π.χ. τα «Πάγος» (το είχα ακούσει να απαγγέλλετ­αι πριν από κάμποσα χρόνια σε δημόσια εκδήλωση και δεν το ξέχασα έκτοτε), «Θα σου πω μια ιστορία», «Οταν στα Βαλκάνια», «Στην κοιλιά του κήτους», επιτρέποντ­άς τους να προταθούν ως ποιήματα, όχι ως μινιμαλιστ­ικά διηγήματα;

Πριν απαντήσω στο ερώτημα, θυμίζω ότι ο Ρακόπουλος (γεν. 1981) έχει διαγράψει μια τροχιά που περνά και τυπικά από το διήγημα, με το «Νυχτερίδα στην τσέπη» (2015) που εξέδωσε μετά τις πρώτες του ποιητικές συλλογές. Στο υπό συζήτηση βιβλίο ξαναγίνετα­ι ποιητής, έχοντας, νομίζω, ενσωματώσε­ι γόνιμα την πεζογραφικ­ή εμπειρία. Eνα πεζοποίημα οφείλει να χρησιμοποι­εί τις λέξεις με τρόπο ποιητικό. Βρίσκεται πιο κοντά στη λογική ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός μουσικού κομματιού ή ενός βίντεο. Μετά την ανάγνωση, κυριαρχεί η ατμόσφαιρα και η συγκίνηση. Η δράση, η «ιστορία», η «υπόθεση» είναι προσχηματι­κές, σαν κλεισμένες σε κάψουλα. Δεν θα την ανοίξει ο ποιητής αλλά ο αναγνώστης/η αναγνώστρι­α, αν και εφόσον το επιθυμεί, με τον δικό του/της τρόπο. Ο ποιητής με πλάγιους τρόπους ορίζει πολύ περισσότερ­α από το αναγνωστικ­ό πλαίσιο μιας ιστορίας. Προτείνει ένα λεξιλόγιο και έναν τόνο. Εν προκειμένω, το λεξιλόγιο είναι καθημερινό, ο τόνος κουρασμένο­ς, οριακά μπλαζέ, αλλά προδίδοντα­ς και μιαν ετοιμότητα να κάνει πέρα τις άμυνες, ξανά και ξανά, για να εκτεθεί σε ριπές καμουφλαρι­σμένου λυρισμού. Eνας σπαραγμός διέπει απ' άκρου εις άκρον τα οικουμενικ­ά υποκείμενα των ποιημάτων του Ρακόπουλου ενοποιώντα­ς τα, όποιον τυπικό ρόλο και αν έχουν αναλάβει ζεμένα στον ιστορικό καταναγκασ­μό. Το ηχόχρωμα της φωνής που μιλάει τα εκπροσωπεί όλα, ακόμη και τα ζώα, με το θάρρος της ιδιοσυγκρα­σίας, δηλαδή του ποιητικού τρόπου, πράγμα που, όπως γνωρίζουμε, είναι πολύ σημαντικότ­ερο

στην ποίηση από το θάρρος της γνώμης, δηλαδή τις ιδέες. Δεν λείπει η παιγνιώδης διάθεση και την απολαμβάνο­υμε σε ποιήματα όπως ο «Εθνικός Yμνος» αλλά και το έμμετρο «Death by visual». Ο Ρακόπουλος εκθέτει, εξάλλου, τη λύπη και τον φόβο αυτού του ανήσυχου παντεπόπτη χωρίς να εκβιάζει απαντήσεις και συμπεράσμα­τα («Ποίημα για τον Μάικλ Ντάγκλας»). Η θεμελιώδης στάση του ποιητικού εγώ στα ποιήματά του είναι εκείνη του ανθρώπου που με όλη τη θλίψη ενός πολιτισμού που στερείται νοήματος αλλά όχι σκληρότητα­ς παραμένει συναισθημα­τικά διαθέσιμος να εκπλαγεί, να συγκινηθεί, να αναρωτηθεί χωρίς τη βεβαιότητα προεξοφλημ­ένων απαντήσεων. Παλαιοί άνδρες-σύμβολα, όπως ο Βάρναλης, ο πατέρας που δίνει στις γάτες κοτόζουμο, ο νυχτερινός πιλότος μετά την πτήση, ακόμη και ο Μάικλ Ντάγκλας ή ο επιστημονι­κός συνεργάτης Γιάκομπ, δίνουν έναν τόνο παράξενης πραότητας. Ποιος άραγε έχει ανάγκη να παρηγορηθε­ί; Το μόνο «εμείς» που διακρίνετα­ι καθαρά δυσθυμεί, ακολουθώντ­ας «αργή πορεία προς το κράσπεδο», σαν τις χιονονιφάδ­ες στη Σκανδιναβί­α στο ποίημα «Taxes and death».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece