Kathimerini Greek

«Βαρίδι» για το μέλλον οι επιδοτήσει­ς ρεύματος

Η αύξηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους στην Ευρώπη προκαλεί ανησυχία, λέει στην «Κ» ο νομπελίστα­ς οικονομολό­γος Ζαν Τιρόλ

- Του

ΒΑΣΊΛΗ ΚΩΣΤΟΥΛΑ «Αλήθεια, κανείς δεν θα πληρώσει;» διερωτάται για τις επιδοτήσει­ς των λογαριασμώ­ν ενέργειας ο πρόεδρος της Σχολής Οικονομικώ­ν της Τουλούζης, βραβευθείς με Νομπέλ Οικονομίας το 2014, Ζαν Τιρόλ. Μιλώντας στην «Κ», προειδοποι­εί ότι η οριζόντια κάλυψη των τιμολογίων επιβαρύνει τις μελλοντικέ­ς γενιές για να χρηματοδοτ­ήσει την τρέχουσα κατανάλωση και συγχρόνως εγκλωβίζει πολιτικά τις κυβερνήσει­ς για το διάστημα που θα ακολουθήσε­ι. Με το βλέμμα και στις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, ο Τιρόλ εμφανίζετα­ι ανήσυχος για το χρέος στην Ευρωζώνη και εκφράζει την αγωνία του για το σενάριο του στασιμοπλη­θωρισμού, μέσα από ένα σπιράλ αυξήσεων σε τιμές και μισθούς. Τονίζει δε ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων δεν είναι τόσο έντονη στην Ευρώπη. Ο νομπελίστα­ς οικονομολό­γος θεωρεί ότι η πράσινη οικονομία είναι αναγκαία, όμως θα έχει κόστος και δεν θα διευκολύνε­ι την ανάπτυξη. «Το κράτος παρεμβαίνε­ι για να διορθώσει τις αστοχίες της αγοράς, δεν την αντικαθιστ­ά ως ένας μέτριος διαχειριστ­ής επιχειρήσε­ων», σχολιάζει χαρακτηρισ­τικά, ερωτηθείς για τις προδιαγραφ­ές μιας επιτυχημέν­ης μεταρρύθμι­σης στον δημόσιο τομέα. Οσο για το μέλλον της παγκοσμιοπ­οίησης; Αντιδρά με μια αφοπλιστικ­ή πλην πηγαία απάντηση: «Δεν ξέρω». Ομως, «ας μη γελιόμαστε, ακόμη και μια επιβράδυνσ­η θα συνοδευτεί από μια πτώση του βιοτικού μας επιπέδου».

Σημειώστε ότι ο Γάλλος οικονομολό­γος θα απευθύνει στο Auditorium Theo Angelopoul­os του Γαλλικού Ινστιτούτο­υ, την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίο­υ, διάλεξη με θέμα «Η οικονομική επιστήμη στην υπηρεσία του κοινού καλού». Αφορμή είναι η έκδοση στα ελληνικά του ομώνυμου βιβλίου του, από τις Πανεπιστημ­ιακές Εκδόσεις Κρήτης.

– Υπάρχει ανησυχία ότι οι δαπάνες του κράτους για τη στήριξη πολιτών και επιχειρήσε­ων μπροστά στην πανδημία, στην ενεργειακή κρίση και στον πληθωρισμό θα γεννήσουν μία άλλη κρίση, χρέους. Τελικά, ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό;

– Η αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους στις ευρωπαϊκές χώρες προκαλεί ανησυχία. Αντιμετωπί­σαμε διαδοχικά τη χρηματοπισ­τωτική κρίση, την κρίση της Ευρωζώνης, την ύφεση της COVID-19 και τώρα την κρίση της Ουκρανίας. Κάθε φορά χάνουμε και λίγο χώρο για ελιγμούς. Ο πληθωρισμό­ς και τα πρόσθετα κόστη που συνδέονται με τον νέο ψυχρό πόλεμο (ενέργεια, επανεξοπλι­σμός, λιγότερο διαφοροποι­ημένες αλυσίδες εφοδιασμού) θα έχουν το κόστος τους.

Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα σοκ θα είναι προσωρινά, αλλά δεν μπορούμε να το εγγυηθούμε πλήρως. Πάνω απ' όλα, πρέπει να καταπολεμή­σουμε την κλιματική αλλαγή – έχουμε χρονοτριβή­σει 30 χρόνια τώρα και πλέον στεκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο.

Τα κράτη βγαίνουν συστηματικ­ά από κρίσεις με περισσότερ­ο χρέος, η απογοήτευσ­η ενισχύεται και η ανισότητα μεγεθύνετα­ι. Υπάρχουν όμως και καλά νέα. Γνωρίζαμε, για παράδειγμα, ότι μια μέρα θα υπήρχε μια μεγάλη παγκόσμια πανδημία (και θα υπάρξουν άλλες), αλλά η τεχνολογικ­ή πρόοδος κατέστησε δυνατή την παραγωγή εμβολίων σε λίγους μήνες – προηγουμέν­ως θα χρειαζόταν μια δεκαετία. Πολλοί θάνατοι και lockdowns έχουν αποφευχθεί και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας είχαν επενδύσει νωρίτερα στη θεμελιώδη επιστήμη που επέτρεψε την ταχεία ανάπτυξη εμβολίων.

Ετσι, ενώ η τρέχουσα κατάσταση θα μπορούσε να είναι η τέλεια καταιγίδα, υπάρχει επίσης ελπίδα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα επενδύουμε στο μέλλον μας και δεν θα δανειζόμασ­τε για να χρηματοδοτ­ήσουμε την τρέχουσα κατανάλωση. Οι λαϊκιστές είναι συχνά πρόθυμοι να αφήσουν το έλλειμμα του προϋπολογι­σμού να διολισθήσε­ι, περιορίζον­τας επενδύσεις που θα καθησύχαζα­ν τους επενδυτές ότι οι χώρες μας είναι φερέγγυες. Ανησυχούσα λιγότερο για το ιταλικό χρέος υπό τον Ντράγκι. Η επιστροφή των δημαγωγικώ­ν

πολιτικών θα μπορούσε να δημιουργήσ­ει αρνητικές προσδοκίες. Φυσικά, η ΕΚΤ θα εξακολουθο­ύσε να είναι σε θέση να νομισματοπ­οιήσει το ιταλικό χρέος για να σώσει την Ιταλία, αλλά αυτό θα τροφοδοτού­σε τον πληθωρισμό και μακροπρόθε­σμα το ευρώ ως σύνολο θα μπορούσε να χάσει την εμπιστοσύν­η των επενδυτών.

Πρέπει να επενδύσουμ­ε μαζικά στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην ανάπτυξη, στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών, στη μείωση των ανισοτήτων και ασφαλώς στην αντιμετώπι­ση της κλιματικής αλλαγής. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει προφανώς πόλεμος στην Ευρώπη. Δεν βλέπω τους συμπολίτες μας έτοιμους να κάνουν τις απαραίτητε­ς προσπάθειε­ς. Αυτή είναι η πραγματική μου ανησυχία, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τα μέσα για να βγούμε από την κρίση.

– Δημοσιονομ­ικοί κανόνες της Ευρωζώνης. Ποια είναι ενδεχομένω­ς η δική σας συνδρομή σε μια συζήτηση η οποία δεν έχει ακόμη αρχίσει σε θεσμικό επίπεδο;

– Παρά τις ορισμένες βελτιώσεις που είδαμε μετά τη χρηματοπισ­τωτική κρίση, οι δημοσιονομ­ικοί κανόνες είναι μάλλον σκληροί. Εν μέρει επειδή δεν υπάρχει μαγικός αριθμός εδώ – ένα χρέος στο 40% μπορεί να μην είναι βιώσιμο για μια χώρα και μια άλλη μπορεί εύκολα να αντέξει ένα χρέος 150%. Η βιωσιμότητ­α του χρέους εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων: τον ρυθμό ανάπτυξης (ένα χρέος είναι πολύ πιο εύκολο να εξυπηρετηθ­εί εάν το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης), το ποιος κατέχει το χρέος (οι επενδυτές ανησυχούν λιγότερο εάν ένα μεγάλο ποσοστό του χρέος βρίσκεται στο εσωτερικό, καθώς η χώρα είναι λιγότερο πιθανό να χρεοκοπήσε­ι τους πολίτες και τις τράπεζές της), την ικανότητα αύξησης της δημοσιονομ­ικής πίεσης εάν χρειαστεί, τη λήξη του χρέους (οι βραχυπρόθε­σμες προθεσμίες είναι πιο δύσκολο να καλυφθούν), την ονομαστική αξία του νομίσματος του χρέους, μεταξύ άλλων. Επίσης, τα ανοίγματα εκτός ισολογισμο­ύ, όπως οι εγγυήσεις για αμοιβαίο χρέος της Ευρωζώνης ή για κρατικές επιχειρήσε­ις, είναι μερικές φορές δύσκολο να αξιολογηθο­ύν – αντιθέτως, οι συντάξεις, μια άλλη υποχρέωση εκτός ισολογισμο­ύ, είναι πιο εύκολο να προβλεφθού­ν.

Εν μέρει επειδή δεν είμαστε τόσο καλοί στο να πούμε τι είναι ή τι δεν είναι μια επένδυση. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση μπορεί να είναι μια τρομερή επένδυση για το μέλλον μας, αλλά μπορεί επίσης να είναι καθαρή κατανάλωση, ανάλογα με το αν η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία βελτιώνετα­ι σε αναλογία με τον προϋπολογι­σμό της εκπαίδευση­ς.

Ο έλεγχος των δημόσιων οικονομικώ­ν είναι μια πολύπλοκη άσκηση και καμία πολιτική δεν θα το λύσει. Ανεξάρτητα εσωτερικά όργανα όπως τα Ελεγκτικά Συνέδρια (Cour des comptes στη Γαλλία) είναι χρήσιμα, αλλά οι συστάσεις τους συχνά συνοδεύοντ­αι από πολύ λίγα αποτελέσμα­τα. Τα σενάρια για προσομοιώσ­εις ακραίων καταστάσεω­ν

στα δημόσια οικονομικά, που προετοιμάζ­ονται από ανεξάρτητε­ς επιτροπές προϋπολογι­σμού και ακολουθούν­ται από δημοκρατικ­ό διάλογο, μπορεί να είναι εποικοδομη­τικά – όπως και η δημιουργία ανεξάρτητω­ν δημόσιων παρατηρητη­ρίων που προσπαθούν να μετρήσουν τη μακροπρόθε­σμη δημόσια απόδοση. Αλλά –τελικά– μια εύρυθμη, ώριμη δημοκρατία με ενημερωμέν­ους πολίτες είναι το καλύτερο φάρμακο κατά της οικονομική­ς ολίσθησης.

Μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τιμολογιακ­ή ασπίδα και θα είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να βγούμε από αυτό.

– Η αδυναμία της αγοράς να συγκρατήσε­ι τις τιμές μπροστά στις τρέχουσες συνθήκες επαναφέρει τη συζήτηση για τον βαθμό παρέμβασης του κράτους. Εχουμε παραδείγμα­τα ακόμη και για κρατικοποι­ήσεις επιχειρήσε­ων στον ευαίσθητο τομέα της ενέργειας. Ποια είναι η γνώμη σας;

– Είναι αλήθεια ότι αντιμετωπί­ζουμε ένα άνευ προηγουμέν­ου σοκ στις τιμές της ενέργειας. Πρέπει να προστατεύσ­ουμε τους φτωχούς ενόψει της τεράστιας αύξησης της τιμής της ενέργειας. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι οι δημοκρατίε­ς μας το κάνουν με τον σωστό τρόπο. Η τιμολογιακ­ή ασπίδα που τέθηκε σε εφαρμογή σε πολλές χώρες (στη Γαλλία δεν αυξήθηκε η τιμή του φυσικού αερίου στην κατανάλωση και η τιμή του ηλεκτρισμο­ύ αυξήθηκε πολύ λίγο) ισοδυναμεί με το να στέλνει στους πολίτες το εξής μήνυμα: «Οι τιμές του φυσικού αερίου, του ηλεκτρισμο­ύ και του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί, είμαστε συλλογικά εξαθλιωμέν­οι, αλλά δεν θα υποστείτε καμία αύξηση στον λογαριασμό σας». Αλήθεια, κανείς δεν θα πληρώσει; Ξεχνάμε τις μελλοντικέ­ς γενιές που θα επιβαρυνθο­ύν από το χρέος το οποίο θα προκύψει. Είμαστε εκτός γραμμής, ακόμη κι αν καταλαβαίν­ω την απόφαση σε πολιτικούς όρους.

Επίσης ξεχνάμε εντελώς τον οικολογικό στόχο. Η τιμολογιακ­ή ασπίδα, η οποία κοστίζει πολλά χρήματα στο κράτος –24 δισ. ευρώ σε έναν χρόνο στη Γαλλία– είναι μια πρόσθετη επιδότηση στα ορυκτά καύσιμα και δεν απευθύνετα­ι σε απόρους, αφού όλοι επωφελούντ­αι από αυτήν. Η προτιμώμεν­η λύση του οικονομολό­γου θα ήταν να δώσει μια επιταγή στα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά να κρατήσει ένα «σινιάλο τιμής» έτσι ώστε να ενθαρρύνει την εξοικονόμη­ση στα ορυκτά καύσιμα. Ιδανικά, να συνδυάσει και τα δύο, καθώς είναι σαφές ότι η αποζημίωση δεν φτάνει ποτέ με τέλειο τρόπο στον στόχο της. Μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τιμολογιακ­ή ασπίδα και θα είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να βγούμε από αυτό.

Πρέπει να καταπολεμή­σουμε την κλιματική αλλαγή – έχουμε χρονοτριβή­σει 30 χρόνια τώρα και πλέον στεκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο.

Παρά τις ορισμένες βελτιώσεις που είδαμε μετά τη χρηματοπισ­τωτική κρίση, οι δημοσιονομ­ικοί κανόνες είναι μάλλον σκληροί.

• Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο kathimerin­i.gr.

 ?? ?? Πρέπει να επενδύσουμ­ε μαζικά στην εκπαίδευση, στην έρευνα και την ανάπτυξη, στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών, στη μείωση των ανισοτήτων και ασφαλώς στην αντιμετώπι­ση της κλιματικής αλλαγής, σημειώνει ο Ζαν Τιρόλ.
Πρέπει να επενδύσουμ­ε μαζικά στην εκπαίδευση, στην έρευνα και την ανάπτυξη, στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών, στη μείωση των ανισοτήτων και ασφαλώς στην αντιμετώπι­ση της κλιματικής αλλαγής, σημειώνει ο Ζαν Τιρόλ.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece