«Το σύγχρονο συνέδριον των Εθνών εν Γενούη»
Είχε ελπίδες η ελληνική κυβέρνηση από τη Διάσκεψη της Γένοβας, η οποία ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου 1922. Μπορεί το κύριo αντικείμενό της να ήταν η οικονομία, όμως το εύρος της συμμετοχής (34 χώρες) έδινε περιθώρια αισιοδοξίας· αν όχι για κάτι μεγάλο, σίγουρα για κάτι καλύτερο από το σοκ που είχε υποστεί η ελληνική πλευρά μετά τη Διάσκεψη των Παρισίων. Πρόσθετες προσδοκίες δημιουργούσε το γεγονός ότι αρχιτέκτονας της Διάσκεψης ήταν ο Λόιντ Τζορτζ. «Τοιούτον τέκνον της προσωπικής πολιτικής του Aγγλου πρωθυπουργού είνε και το σύγχρονο συνέδριον των Εθνών εν Γενούη», έγραφε η «Καθημερινή» στις 30 Μαρτίου 1922. Και συμπλήρωνε: «Σύλληψις διαυγούς και ευρείας διανοίας, ήτις εις πάσαν δύσκολον εποχήν εξέπεμψεν άπλετο το φως, υπό το οποίο ανεγνωρίσθη η ευθεία και ορθή οδός».
Το κύριο άρθρο της εφημερίδας –απ' όπου και το απόσπασμα– έπλεκε το εγκώμιο του Λόιντ Τζορτζ και εξέφραζε
την εμπιστοσύνη του σε αυτόν, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι «υπάρχουν κύνες, τόσον πολλοί κύνες, των οποίων αι υλακαί ταράσσουν σήμερον την γαλήνην του κόσμου».
Παρών στη Διάσκεψη –για λίγες ημέρες– ήταν και ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης, καθώς και ο διευθυντής της «Καθημερινής» Γ. Βλάχος, ο οποίος μετέδιδε και σχολίαζε τις εξελίξεις.
Τα πρώτα τηλεγραφήματα αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, στη μετριοπάθεια των εκφωνηθέντων λόγων και στην τάση «προς περιορισμό των συζητήσεων, ούτως ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα». Ενημέρωναν επίσης ότι «οι Σύμμαχοι αντιπρόσωποι απήντησαν αρνητικώς εις την πρότασιν του [σοβιετικού εκπροσώπου] Τσιτσέριν, ζητήσαντος όπως η Τουρκία γίνη δεκτή εις την διάσκεψιν της Γενούης». Oπως ανέφερε η εφημερίδα, ο Τσιτσέριν είχε δηλώσει: «Μετά της Τουρκίας συνήψαμεν ιδιαιτέραν συμφωνίαν, ούτως ώστε ούτε ημείς δυνάμεθα να προβώμεν εις απόφασιν τινά επί των ενδιαφερόντων αυτήν προβλημάτων άνευ της συγκαταθέσεώς της, ούτε αυτή άνευ της ιδικής μας». Eτερος εκπρόσωπος της σοβιετικής Ρωσίας είχε συμπληρώσει ότι «η Ρωσσία, εγκαταλείψασα το τσαρικόν σχέδιον της κατακτήσεως της Κωνσταντινουπόλεως, προτείνει λύσιν βασιζομένην επί της ανεξαρτησίας της Τουρκίας και του διεθνούς διακανονισμού του ζητήματος των Δαρδανελλίων. Η Ρωσσία – κατέληξε– αναγνωρίζει την εις το ζήτημα τούτο ιδιαιτέραν θέσιν των κρατών της Μαύρης Θάλασσας».