Πρώτα την εκβίαζε και μετά... ανακάλυψε τον ανθρωπισμό
Τον Ιούλιο του 2021 ο Αρειος Πάγος κλήθηκε να εξετάσει την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει κατηγορούμενος σε υπόθεση εκδικητικής πορνογραφίας. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς τον είχε καταδικάσει σε κάθειρξη επτά ετών, καθώς είχε κριθεί ένοχος για την «κατ' εξακολούθηση μετάδοση αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον» και για την κατηγορία της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ' εξακολούθηση. Η ιστορία της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αποτυπώνεται στα δικαστικά έγγραφα, είναι ενδεικτική της αφόρητης ψυχολογικής πίεσης που υφίστανται τα θύματα. Θύτης και θύμα γνωρίστηκαν το 2008, όταν εκείνος ήταν 31 ετών και εκείνη 20. Η σχέση τους κράτησε έως το 2013, όταν η γυναίκα του ζήτησε
να χωρίσουν. Οταν αργότερα έγινε γνωστό ότι ξεκίνησε σχέση με άλλον άντρα, εκείνος αντέδρασε. «Μη ανεχόμενος η μέχρι πρότινος πιστή και αφοσιωμένη ερωμένη του να ακολουθήσει τη δική της ανεξάρτητη από τον ίδιο ερωτική ζωή, επιδόθηκε σε έναν καταιγισμό προσβολών, ύβρεων και απειλών»,
αναφέρεται στη δικαστική απόφαση. Της έλεγε ότι θα δημοσιοποιούσε βίντεο με ερωτικές επαφές τους. Απειλούσε ότι θα εκτύπωνε σε φωτογραφίες σκηνές από αυτό το υλικό και θα τις αναρτούσε στη γειτονιά της ή θα τις έστελνε στην εργασία της για να τη διαπομπεύσει.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, σε μηνύματα που της έστελνε την προέτρεπε να αυτοκτονήσει για να αποφύγει τον εξευτελισμό. Σε ένα από αυτά τα μηνύματα έγραφε ότι θα την κάνει «διάσημη», ότι οι συγγενείς της θα διστάζουν να βγαίνουν από το σπίτι γιατί η γειτονιά «θα τους κρεμάει κουδούνια». Η γυναίκα έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Χωρίς τη συναίνεσή της αναρτήθηκαν τελικά σε πορνογραφικές ιστοσελίδες βίντεο μικρής χρονικής διάρκειας, τα οποία είχαν μονταριστεί ώστε να μη φαίνεται το πρόσωπο του άντρα.
Στα δικαστικά έγγραφα γίνεται λόγος για έναν άνθρωπο «χειριστικό» που δεν επέτρεψε στη γυναίκα να απεμπλακεί από τη σχέση τους και είχε «μια σχεδόν εμμονική τάση να αποδομήσει τη ζωή» του θύματός του. Ο άντρας ισχυρίστηκε ότι οι αναρτήσεις στις ιστοσελίδες δεν είχαν γίνει από τον ίδιο. Υποστήριξε ότι είχε χάσει το κινητό του και ότι είχε «χακαριστεί» ο υπολογιστής του. Οσα ανέφερε, όμως, δεν έγιναν πιστευτά, καθώς δεν υπήρξε κάποιο στοιχείο που να τα αποδεικνύει.
Μετά την καταδίκη του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσέφυγε στον Αρειο Πάγο προβάλλοντας διάφορους λόγους αναίρεσης.
Ενας από αυτούς αφορούσε και την απόρριψη από το Εφετείο του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Σύμφωνα με τη δευτεροβάθμια απόφαση, ο κατηγορούμενος προσπάθησε να οργανώσει μεθοδικά την «άμυνά του» σε περίπτωση καταδίκης του. Προέβη –ανά
τακτά χρονικά διαστήματα– σε χρηματικές δωρεές προς φιλανθρωπικές οργανώσεις, ιδίως στα «Παιδικά Χωριά SOS», «φροντίζοντας να συλλέγει και τις σχετικές αποδείξεις και βεβαιώσεις για να τις χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο». Η συμπεριφορά του, όμως, κρίθηκε από το Εφετείο υποκριτική, γιατί δεν πραγματοποιούσε αντίστοιχες κινήσεις πριν από την τέλεση των πράξεών του. Ακόμη φάνηκε ότι αδιαφόρησε και για την παθούσα. Της κατέβαλε την οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, επτά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση των βίντεο, μόνον όταν η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Ο Αρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Το θύμα για πολλά έτη χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη.