1941-1944 Πολεμιστής, γόης και αιρετικός
Μαζί με τον θρύλο της παλαιάς Αθήνας Ζάχο Χατζηφωτίου έσβησε μια μυθιστορηματική εποχή του 20ού αιώνα
ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ «Στον οικογενειακό μας οίκο στο Α΄ Νεκροταφείο, έχω τοποθετήσει μια προτομή μου, μπρούντζινη. Και δίπλα φιγουράρει η φράση: “Εζησα όπως ήθελα”».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Ζάχο Χατζηφωτίου, σε μια εκ βαθέων συνέντευξη που έδωσε στην «Κ» και στη Μαργαρίτα Πουρνάρα πριν από πέντε χρόνια, και νομίζω ότι συνοψίζουν τη φιλοσοφία ζωής του τελευταίου μπον βιβέρ της παλιάς Αθήνας: ελευθερία, αυτοσαρκασμός και χιούμορ.
Καθώς διάβαζα και αναζητούσα πληροφορίες για τη δημόσια περσόνα που καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα –όπως τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος– και τον άνθρωπο που πολέμησε σε τρία μέτωπα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πέθανε την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 99 ετών, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι μαζί του έσβησε και μια ολόκληρη εποχή που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε με άνεση μυθιστορηματική.
Πολεμικά ανδραγαθήματα, ζωή στο Παρίσι, πέντε γάμοι και πέντε διαζύγια, φροντισμένο κοστούμι, γραβάτα και ποσέτ, γρήγορα αυτοκίνητα, κοσμικές συγκεντρώσεις και γκαλά, αστικές αξίες και νυχτερινή Αθήνα. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν γέννημα μιας εποχής μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου,
και αλλαγών, μιας εποχής που άφηνε πίσω της δύο παγκόσμιους πολέμους, πείνα και στερήσεις και διψούσε για καλή ζωή, φλερτ, διασημότητες και υπερβολή. Μια εποχή μίλια μακριά από τη δική μας.
Γεννημένος το 1923, με καταγωγή από τα Ψαρά, η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί αρχικά στην Αθήνα, πριν καταλήξει στην Πλάκα. Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, απέδρασε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της Κατοχής και έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Πολέμησε στην πολιορκία του Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν και αργότερα στο Ρίμινι ως μέλος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. «Ηταν οι κορυφαίες στιγμές της ζωής μου. Τον θάνατο τον έζησα πολλές φορές εκεί. Πέρασαν δίπλα μου ξιφολόγχες, σφαίρες. Είδα φίλους μου να τραυματίζονται και να σκοτώνονται. Βλέπετε αυτά τα παράσημα που τα έχω στην κορνίζα; Κάθε κορδελάκι είναι και μια λαχτάρα», έλεγε στην ίδια συνέντευξη στην «Κ».
Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε στις οικογενειακές
επιχειρήσεις, ενώ το 1956, στα 33 του, έφυγε στο Παρίσι, όπου παντρεύτηκε την τρίτη του σύζυγο. «Την Ιρέν. Καλλονή. Δούλευε στον Ντιόρ». Καλλονή φυσικά ήταν και η Τζένη Καρέζη, με την οποία παντρεύτηκαν λίγο αργότερα, αλλά ο γάμος τους κράτησε μόνο δύο χρόνια. «Δεν στεριώσαμε διότι τα ωράριά μας δεν συνέπιπταν. Εκείνη στο θέατρο,
εγώ είχα μπει στη θάλασσα, είχα καράβια και έτρεχα στον Πειραιά από το πρωί μέχρι το βράδυ», έλεγε ο ίδιος.
Χρονογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή» (1974-1977), στον «Ταχυδρόμο» με το ψευδώνυμο «Ιακχος» από το 1975 και στα «Νέα» ως «ο Διακριτικός», ο Χατζηφωτίου έμπαινε με άνεση στα μεγάλα σαλόνια σε μια εποχή που το κοσμικό ρεπορτάζ ήταν στις δόξες του. Εγραψε βιβλία για τη Μύκονο και το αγαπημένο του Κολωνάκι κ.ά. Μέσα από το κανάλι της ΥΕΝΕΔ και την εκπομπή «Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου» έγινε ευρύτερα γνωστός με το χαρακτηριστικό του στυλ: μεγάλα
«Στον οικογενειακό μας οίκο στο Α΄ Νεκροταφείο, έχω τοποθετήσει μια προτομή μου. Και δίπλα φιγουράρει η φράση: “Εζησα όπως ήθελα”».
«Είδα φίλους μου να τραυματίζονται και να σκοτώνονται. Βλέπετε αυτά τα παράσημα στην κορνίζα; Κάθε κορδελάκι είναι και μια λαχτάρα».
κοκάλινα γυαλιά, καλοχτενισμένος και πάντα με κοστούμι. Οι κοινωνιολογικού τύπου παρατηρήσεις του για την Αθήνα και τους κατοίκους της σήμερα ακούγονται ξεπερασμένες, αλλά βρίσκονται εκεί που ανήκουν. Στο παρελθόν.
Δύσκολα όμως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Ζάχος Χατζηφωτίου δεν είχε το θάρρος της γνώμης του, και το είχε μέχρι το τέλος, ακόμη και όταν κλήθηκε από τη Μαργαρίτα Πουρνάρα να σχολιάσει την επίσκεψη Σαρκοζί και το τζόκινγκ του πρώην προέδρου γύρω από το Ζάππειο. «Λίγο εξαζερέ μού φάνηκε αυτό για έναν πρώην ηγέτη μιας μεγάλης χώρας σαν τη Γαλλία, να τρέχει με τα σορτσάκια».