Βασικός ιδεολογικός άξονας ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός
Το πρώτο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε, κι αυτό στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, δύο χρόνια αργότερα, στις 5-7 Μαΐου 1979. Είχε μεσολαβήσει η επικράτηση του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1977, στις οποίες όμως, παρά την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας των εδρών, τα ποσοστά του ήταν αισθητά μειωμένα σε σύγκριση με το 1974. Παράλληλα, την εποχή της σύγκλησης του συνεδρίου είχαν ολοκληρωθεί με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και αναμενόταν πλέον η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης.
Το συνέδριο αποτελούσε μια μεγάλη καινοτομία όχι μόνο για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά γενικά για την ελληνική πολιτική ζωή. Ηταν το πρώτο συνέδριο μη κομμουνιστικού ελληνικού κόμματος του οποίου οι συμμετέχοντες ήταν εκλεγμένοι από τα μέλη του κόμματος. Ανοιγε έτσι μια νέα εποχή για τη διεύρυνση της συμμετοχής της κομματικής βάσης σε διεργασίες που θα ασκούσαν καθοριστική επιρροή στη φυσιογνωμία, στην ιδεολογική συγκρότηση, στην εσωτερική διάρθρωση, αλλά και στην καθημερινή λειτουργία των κομμάτων. Συνοψίζοντας αυτές τις διαπιστώσεις, η «Καθημερινή» επισήμαινε την ανάγκη «αντικαταστάσεως των προσωποπαγών κομμάτων με κόμματα που θα έχουν άμεση και οργανική επαφή με το κοινωνικό σύνολο», έτσι ώστε να είναι σε θέση να βρουν, «σε συνεργασία μαζί του, τις καλύτερες δυνατές λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα που θέτει η εθνική επιβίωση σαν ποιοτικό, και όχι μόνο ποσοτικό, μέγεθος». Στην ομιλία που εκφώνησε κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, ο Καραμανλής αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη σημασία του. Το συνέδριο, υποστήριξε, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοκρατική οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας. Αυτού του είδους η οργάνωση, υπογράμμισε ο Καραμανλής, θεμελιωμένη πάνω στον απόλυτο σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας, αποτελούσε τη μοναδική εγγύηση για τη διατήρηση της συνοχής και την εξασφάλιση της μακροβιότητας του κόμματος, ανεξάρτητα
από τις εναλλαγές των προσώπων στα ηγετικά κλιμάκιά του.
Παράλληλα, ο Καραμανλής προσδιόρισε τους άξονες της ιδεολογίας της Νέας Δημοκρατίας. Ο κυριότερος ήταν εκείνος που ο ιδρυτής του κόμματος περιέγραψε ως «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», τον οποίο τοποθετούσε «μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού»: από τη μια, προσήλωση στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, από την άλλη, ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για την άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων και την επιδίωξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου κοινωνικής δικαιοσύνης. «Αδέσμευτη από δογματισμούς και μεσσιανισμούς», εξηγούσε ο Καραμανλής, «η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τη δυνατότητα να προσφεύγει στις προσφορότερες
κάθε φορά λύσεις, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές, που υπαγορεύονται από τα συμφέροντα του έθνους. Γι' αυτό και δεν εντάσσεται στο ανεδαφικό και παραπλανητικό σχήμα Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά». Οπως ήταν αναμενόμενο, οι εισηγήσεις του Καραμανλή έγιναν δεκτές από το συνέδριο. Το συνέδριο ενέκρινε το καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας, εξέλιξη ιδιαίτερα σημαντική, καθώς πάνω σε αυτό θα εδράζονταν από εκεί και πέρα όλες οι κομματικές διαδικασίες. Ως βασικότερο όργανο αναγνωρίστηκε το ίδιο το Συνέδριο, το όποιο όφειλε να συγκαλείται κάθε δύο χρόνια. Το Συνέδριο θα είχε, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα εκλογής των μελών της Διοικούσας Επιτροπής, η οποία θα αποτελούσε το ανώτατο συλλογικό διοικητικό όργανο του κόμματος. Αντιθέτως, η εκλογή του προέδρου του κόμματος επιφυλάχθηκε αποκλειστικά και μόνο για τα μέλη τής εκάστοτε Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Η Διοικούσα Επιτροπή θα είχε την εξουσία της εκλογής της Εκτελεστικής Επιτροπής, δηλαδή του ανώτατου συλλογικού εκτελεστικού οργάνου. Επικεφαλής της Διοικούσας Επιτροπής θα βρισκόταν ο γενικός διευθυντής της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος θα ήταν ο φυσικός προϊστάμενος όλων των διοικητικών υπηρεσιών της.
Ηταν το πρώτο συνέδριο μη κομμουνιστικού ελληνικού κόμματος του οποίου οι συμμετέχοντες ήταν εκλεγμένοι από τα μέλη του.