Λεπτουργήματα μνήμης
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο Γενικός Αρχειοθέτης εκδ. σελ.
Οι σπάνιοι, εκλεκτοί συγγραφείς χρειάζονται τη φροντίδα του βιβλιόφιλου χώρου, χρειάζονται την αμέριστη προσοχή εκδοτών, βιβλιογράφων, κριτικών και ασφαλώς των αναγνωστών. Συνεπώς είναι αξιέπαινη η επιμέλεια με την οποία οι εκδόσεις Κίχλη μάς υπενθυμίζουν την παρουσία στα ελληνικά γράμματα ενός σπουδαίου πεζογράφου, του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Μετά τις επανεκδόσεις των έργων «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» και «Θερμά θαλάσσια λουτρά», σειρά τώρα έχει ο «Γενικός Αρχειοθέτης» (1989), μια συλλογή δώδεκα μικρών πεζών. Στις σελίδες ξαναβρίσκουμε το μελανό χιούμορ, τη διαφυγή στο όνειρο, τον καταιονισμό μνημονικών θρυμμάτων, την αιφνίδια παρείσδυση εξαίσιων εκλάμψεων, τους επισκέπτες από το επέκεινα, «σαν να μην είχε μεσολαβήσει ολόκληρος ο κάτω κόσμος», και πάνω απ' όλα τη λεπτότεχνη γραφή που αντιστέκεται στη φλυαρία αλλά και στη θρηνωδία της νοσταλγίας. Τη χαμηλότονη ατμόσφαιρα των διηγήσεων διαρρηγνύουν άλλοτε η ειρωνεία και άλλοτε η θλίψη. Στο εναρκτήριο πεζό, μια
σπαρταριστή επισκόπηση των ποδιών, άκρων ενίοτε ιδιαίτερα δυσωδών, αλλά και ένδειξη, διά του πλυσίματός τους, άκρας χριστιανικής αγάπης, καταλήγει σε μια ξεπλυμένη ερωτική επιθυμία. Στο ομότιτλο της συλλογής πεζό, η αναδίφηση του επαρχιακού Τύπου και ιδιαίτερα δύο εφημερίδων του γενέθλιου Πύργου κατατείνει σε κλίμα ευφρόσυνο στην είδηση της αυτοκτονίας του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Διαβάζοντας για τις κυρίες των τοπικών αρχόντων, ο Παπαδημητρακόπουλος επισημαίνει τις «τάσεις για γράψιμο στίχων» και «απόπειρες ζωγραφικής», ενώ τέσσερις σελίδες αργότερα θυμάται πως είχε φυλάξει το φύλλο της εφημερίδας που ανήγγειλε την αυτοκτονία του ποιητή. Στα έργα του Παπαδημητρακόπουλου «τα συμβαίνοντα, τα διαδραματιζόμενα, ή, τα επαπειλούμενα» διαγράφονται αχνά, ποντίζοντας σε θολά νερά το πλεόνασμα λύπης. Το πέρασμα, λόγου χάριν, της φιλαρμονικής από τα οδόσημα της γενέτειρας διαχέει
επιμνημόσυνες αντηχήσεις του, ακούγαμε ξαφνικά μακρόσυρτες μέχρι να σταθμεύσει στο πατρικό ψαλμωδίες και σε λίγο η σπίτι, απ' όπου λείπει διά παντός καμπάνα άρχιζε να χτυπάει σιγανά ο πατέρας. Εξίσου σπαρακτικό και πένθιμα πάνω από τα αποβαίνει το πέρασμα του ποδηλάτη κεφάλια μας». Το στιγμιότυπο στο επιλογικό πεζό, που είναι ενδεικτικό της τρομερής παίρνοντας ενδότατες, ατελεύτητες ζεύξης στην οποία διαπρέπει ο στροφές σβαρνίζει, θαρρείς, Παπαδημητρακόπουλος, του ζόφου τον χρόνο με το ιλαρό. Αυτή η σύμμειξη του συγγραφέαπαρατηρητή. διαλάμπει στην «Εγχείρηση Ο κήλης», όπου ο φόβος του θανάτου, κατεξοχήν χώρος επικρεμάμενος σε κάθε νοσοκομειακή συμπύκνωσης αίθουσα, συγκρούεται του χρόνου μετωπικά με την οχλοβοή είναι η γραφική, της καθημερινότητας που εγείρει ηθογραφική αυλή. τις δικές της, κατεπείγουσες Καμία σχέση αιτιάσεις. Τη γραφή του Παπαδημητρακόπουλου με αυτή που ανακαλεί αναπάλλει ο Παπαδημητρακόπουλος, μια αίσθηση αποχαιρετισμού. Ο συγγραφέας δεν πενθεί, επιστρέφει όπου καταμεσής για να αποχαιρετίσει, του ανθοστόλιστου διαπνεόμενος από την απαντοχή σκηνικού του ανταμώματος. Τα περασμένα έζεχνε ο βόθρος, είναι πάντοτε εκεί, τον ανασαίνοντας με περιμένουν, επίμονα τον «ξαναρυμουλκούν βρωμερές «φυσαλίδες αέρος». σε εκείνες τις μνήμες». Ωστόσο, η δυσφορία του αφηγητή Και η γραφή με την έξοχη έχει άλλη αιτία, είναι ο χρόνος λεπτουργική της τέχνη μνημειώνει που συσσωρευόμενος λιμνάζει, τις επισκέψεις-επιστροφές, καθηλώνοντας τους θνητούς που μοιάζουν σαν εκκρεμότητες στην απόπνοια του γήρατος. Το με το επέκεινα. Ταλαντευόμενα πένθιμο χτύπημα της καμπάνας αριστοτεχνικά στη ζυγαριά ζωής ήταν αναστάσιμο για τα παιδιά, και θανάτου, τα έργα του Παπαδημητρακόπουλου που λόγω Κατοχής έκαναν μαθήματα γέρνουν με σε μια εκκλησία. Κάθε ένα ειρωνικό, θλιμμένο περιγέλασμα κηδεία ήταν στιγμή γιορτής και προς τη ζωή, αφήνοντας σχόλης, καθώς «ενώ το μάθημα όμως να τα διαταράσσουν και οι βρισκόταν στο φουλ της πλήξης τριγμοί στο άλλο ζύγι.