Εκρηξη της ζήτησης λόγω ηλεκτρονικού εμπορίου
ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΛΕΒΕΓΚΟΥ
Στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια η άνθηση του κλάδου των κέντρων αποθήκευσης και διανομής είναι τόσο μεγάλη τις τελευταίες δεκαετίες, που η Αμερικανίδα ανθρωπολόγος και εγκληματολόγος Σούζαν Φίλιπς έχει κάνει λόγο σε ανάλυσή της για μια πολιτεία από χώρους logistics η οποία έχει δημιουργηθεί σταδιακά από το 1975 και είναι ορατή από το Διάστημα. Στην Ελλάδα, ο κατακερματισμός των ιδιοκτησιών και η απουσία ολοκληρωμένου χωροταξικού πλαισίου για την εφοδιαστική αλυσίδα έχει αποτρέψει τη δημιουργία αντίστοιχων «χωριών» από οργανωμένα logistics centers. Η ζήτηση όμως για αποθηκευτικούς χώρους παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, όπως φανερώνει η συνεχής άνοδος των τιμών και ο αυξανόμενος αριθμός επενδύσεων.
Πού οφείλεται η έκρηξη ενός κλάδου που μαγνητίζει, τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερους Ελληνες και ξένους επενδυτές;
Οι κατάλληλων προδιαγραφών αποθήκες και χώροι διανομής επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να ικανοποιούν καλύτερα τις ανάγκες των πελατών τους, αποκτώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα. Οπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, διαχρονικά, ιδιώτες καταναλωτές και επιχειρήσεις επιζητούν ολοένα και ταχύτερη παραλαβή των προϊόντων τους, γεγονός που καθιστά ανταγωνιστικότερους όσους καταφέρνουν να πετύχουν γρηγορότερους χρόνους παράδοσης. Πριν το ηλεκτρονικό εμπόριο καταστεί, λόγω των lockdowns κατά την έξαρση της πανδημίας, σχεδόν μονόδρομος για την προμήθεια αγαθών, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων εάν δεν διέθετε μηδενική διαδικτυακή παρουσία, δεν είχε σε πρώτη προτεραιότητα την υλοποίηση επενδύσεων στην ενίσχυση του online καναλιού πωλήσεων και κατ' επέκταση στη βελτίωση των χρόνων παράδοσης. Ωστόσο, η μονοκρατορία του ηλεκτρονικού εμπορίου που επιταχύνθηκε λόγω της πανδημίας, υποχρέωσε ακόμη και τους μικρούς παίκτες του κλάδου να αποκτήσουν ή να διευρύνουν την ηλεκτρονική τους παρουσία. Κατ' επέκταση, ενισχύθηκε κατακόρυφα η συνεχώς αυξανόμενη, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς, ζήτηση για αποθηκευτικούς χώρους με σκοπό και την ταχύτερη αποστολή των προϊόντων από το κέντρο διανομής στον τελικό χρήστη (last mile). Γι' αυτό η Noval Property εκτιμά σε ανάλυσή της ότι στο άμεσο μέλλον θα αναπτυχθεί και μία νέα κατηγορία που αφορά τα πιο μικρά αποθηκευτικά ακίνητα, εντός ορίων του αστικού ιστού (city logistics).
«Λόγω της κομβικής γεωστρατηγικής της θέσης στο όριο τριών ηπείρων και με ακτογραμμή 16.000 χιλιομέτρων, η Ελλάδα διαχρονικά διεκδικούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στον κλάδο των logistics. Ωστόσο, η έλλειψη ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, σε συνδυασμό με την απουσία των κατάλληλων οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών και την ύπαρξη μακρόσυρτων γραφειοκρατικών διαδικασιών έχει καθυστερήσει σημαντικά την υλοποίηση μεγάλων και ενιαίων επενδύσεων, όπως το εμπορευματικό
κέντρο στο Θριάσιο Πεδίο. H ψηφιοποίηση όμως των επιχειρήσεων και η στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο που επιταχύνθηκαν και λόγω της πανδημίας, εκτόξευσαν τις επενδύσεις σε χώρους αποθήκευσης και διανομής
σε συνέχεια της έκρηξης της ζήτησης για logistics centers. Κι αυτό επειδή, πολύ απλά, όσες επιχειρήσεις δεν μεριμνούν ώστε τα προϊόντα τους να παραδίδονται ταχύτερα στους πελάτες τους, χάνουν βραχυπρόθεσμα μερίδιο αγοράς και καταλήγουν σε μαρασμό» σημειώνει ο Βασίλης Μαγκλάρας, διευθύνων σύμβουλος της Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο.
«Η πολυετής κρίση δημιούργησε ένα σοβαρό έλλειμμα επενδύσεων στα logistics. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα άργησε να εκμεταλλευτεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα, την κομβική τοποθεσία της που εξασφαλίζει σημαντικά μειωμένους χρόνους διέλευσης εμπορευμάτων από τη Μέση Ανατολή και την Κίνα προς την Ευρώπη. Η αρχή έγινε με τη Hewlett Packard, με τον Πειραιά να μετατρέπεται σταδιακά σε παγκόσμιο διαμετακομιστικό κέντρο. Και πολύ πρόσφατα, η πανδημία που τροφοδότησε τη στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο εκτόξευσε τη ζήτηση για αποθηκευτικούς χώρους» αναφέρει στην «Κ» ο Δημήτρης Σ. Κατσαδάκης, αντιπρόεδρος της «Ορφεύς Βεϊνόγλου».
Υστερα και από την εκδήλωση της πανδημίας, η ζήτηση για αποθήκες ενισχύθηκε πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτή για καταστήματα λιανικής και φυσικούς χώρους πώλησης. Επίσης, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, σε συνδυασμό με τον γεωπολιτικό κίνδυνο έχουν αυξήσει την ανάγκη για επιπρόσθετους αποθηκευτικούς χώρους, προκειμένου οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, διαθέτοντας επαρκές απόθεμα εμπορευμάτων. Η ενισχυμένη ζήτηση σχετίζεται και με ένα άλλο πρακτικό ζήτημα. Οτι τα καταναλωτικά προϊόντα μεταφέρονται σε ατομικές συσκευασίες και όχι σε παλέτες φορτίων που καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο.
Οι εταιρείες logistics, σύμφωνα με τους ειδικούς, λειτουργούν με διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, με τους βασικούς κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας να περιλαμβάνουν τους διαμεταφορείς που οργανώνουν τη μεταφορά προϊόντων και εμπορευμάτων (αναθέτουν σε μεταφορικές εταιρείες τη διακίνηση των φορτίων), τους μεταφορείς και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών διαχείρισης εμπορευμάτων
τρίτων (3PL) που διαθέτουν ιδιόκτητες ή μισθωμένες αποθήκες. Στο οικοσύστημα της εφοδιαστικής ανήκουν και εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες προς καταναλωτές (B2C), όπως οι ταχυμεταφορείς (courier). Υπολογίζεται ότι οι δέκα μεγαλύτεροι παίκτες αντιπροσωπεύουν στην Ελλάδα μερίδιο αγοράς άνω του 50%, με τον κλάδο να αποτελείται από μεγάλο αριθμό μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων διαμεταφοράς και υπηρεσιών 3PL. Η ελληνική αγορά, όπου οι 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις διαθέτουν ίδια κεφάλαια της τάξεως των 190 εκατ. ευρώ (στοιχεία ICAP για το 2020) έχει καταστεί ελκυστική και για ξένους παίκτες, όπως το fund HIG Capital.
«Η άνθηση των logistics, όπου κυριαρχεί ο κατακερματισμός, οξύνει τον ανταγωνισμό. Σε κάθε όμως περίπτωση ο κλάδος είναι εντάσεως κεφαλαίων που απαιτούνται για την υλοποίηση των κατάλληλων προδιαγραφών υποδομών με βιοκλιματικά χαρακτηριστικά, όπως και για την εκπαίδευση και προσέλκυση του απαραίτητου προσωπικού. Αυτή την περίοδο οι επιχειρήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας καλούνται να διαχειριστούν και τον τριπλασιασμό του ενεργειακού κόστους, που αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα των λειτουργικών δαπανών, εάν ληφθεί υπόψη ότι οι αποθηκευτικοί χώροι και τα κέντρα διανομής αποτελούν κλειστά κτίρια δέκα και δώδεκα μέτρων με πολύ μεγάλες ανάγκες για ρεύμα. Στο κόστος ενέργειας έρχεται να προστεθεί και η σημαντική αύξηση των τιμών στα καύσιμα» σημειώνει ο κ. Κατσαδάκης.
Τι αναφέρουν παράγοντες της εφοδιαστικής αλυσίδας για την καθυστέρηση μεγάλων ενιαίων επενδύσεων και τις τάσεις στην ανάπτυξη κέντρων αποθήκευσης.