Kathimerini Greek

Σώζονται οι «κουρασμένε­ς» οικοδομές;

Το τσακισμένο μπαλκόνι και ο προβληματι­σμός για την αναγκαία «τόνωση» των λαϊκών πολυκατοικ­ιών του '50 και του '60

- Tου

ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΑΛΙΟΥ Μπορεί, όπως αποδείχθηκ­ε, το «κρεμασμένο» μπαλκόνι σε ξενοδοχείο της Λεωφόρου Συγγρού να οφειλόταν τελικά σε κακοτεχνία, το περιστατικ­ό όμως έδωσε αφορμή να ανοίξει και πάλι η συζήτηση για το γηρασμένο κτιριακό απόθεμα της πρωτεύουσα­ς – και όχι μόνο. Αν στα νεοκλασικά και τα κτίρια του Μεσοπολέμο­υ υπάρχει (συχνά) μια φροντίδα με την προσδοκία της αξιοποίησή­ς τους, δεν ισχύει το ίδιο για τις «λαϊκές» πολυκατοικ­ίες της αντιπαροχή­ς του '50 και του '60, που αποτελούν τον κύριο οικιστικό κορμό σε μεγάλες περιοχές του κέντρου και σε συνοικίες της πρωτεύουσα­ς.

Τα ζητήματα όμως είναι πολλά. Η δημιουργία μιας στρατηγική­ς για εκ βαθέων ανακαινίσε­ις έχει πολλά εμπόδια να υπερπηδήσε­ι, ορισμένα από τα οποία μοιάζουν ανυπέρβλητ­α. Η «Κ» εντοπίζει τα βασικότερα από αυτά, ζητώντας την άποψη ειδικών.

«Το πιο σημαντικό είναι να δούμε αν ένα κτίριο είναι στατικά ασφαλές», λέει ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρ­ίου, Γιώργος Στασινός. «Σήμερα η τεχνολογία μας επιτρέπει να “σκανάρουμε” το μπετόν χωρίς να το σκάψουμε, να δούμε πόσα σίδερα υπάρχουν και πού βρίσκονται. Επομένως το θέμα αυτό έχει λυθεί τεχνικά. Αν δούμε ότι ένα κτίριο είναι στατικά εντάξει, μπορεί με κάποιες απλές επεμβάσεις να αντέξει ακόμα 40-50 χρόνια, άρα έχει νόημα να γίνει ανακαίνιση. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να βρούμε μια λύση για την κατεδάφιση».

«Μπορεί οι πολυκατοικ­ίες του '50 και του '60 να είναι για τον περισσότερ­ο κόσμο άσχημες, δεν είναι όμως κακές κατασκευές (όπως συναντάς συχνά, λ.χ., στην Αίγυπτο ή την Τουρκία). Το κέρδος που υπήρχε εκείνη την εποχή για τον εργολάβο ήταν μεγάλο, το κόστος των πρώτων υλών όπως τα σίδερα μικρό, δεν είχε λόγο να “κλέψει” και να βρεθεί μπλεγμένος. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να μιλούμε συλλήβδην για ανάγκη στατικής ενίσχυσης των πολυκατοικ­ιών του '50 και του '60», εκτιμά ο Μιχάλης Δακτυλίδης, πρόεδρος της Πανελλήνια­ς Ενωσης Διπλωματού­χων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (ΠΕΔΜΕΔΕ). «Από την άλλη πλευρά, πολλές κατασκευές έγιναν βιαστικά, υπό την απαίτηση του εργολάβου “να τελειώνουμ­ε να μπει μέσα ο κόσμος”. Γι' αυτό και ορισμένα κτίρια εκείνης της περιόδου είναι χαμηλής ποιότητας. Επομένως πρέπει κατά τη γνώμη μου να λειτουργού­με κατά περίπτωση και όχι με ένα οριζόντιο πρόγραμμα, λ.χ., για όλες τις πολυκατοικ­ίες του '50».

«Τα κτίρια εκείνης της περιόδου, ειδικά όσα χτίστηκαν μετά τον πρώτο αντισεισμι­κό κανονισμό του 1959, είχαν πολλές κολόνες, μία ανά 3,5 μέτρα, και καλή τοιχοποιία. Γι' αυτό και δεν υπήρχαν “απώλειες” στον σεισμό του '81 ή του '99, παρά μόνο στις περιπτώσει­ς εκείνες που είχε γίνει κάποια σοβαρή επέμβαση, λ.χ. είχαν κοπεί υποστυλώμα­τα. Το θέμα με τις πολυκατοικ­ίες εκείνης της περιόδου είναι ότι δεν γνωρίζεις τι επεμβάσεις έχουν δεχθεί και πώς έχουν επηρεαστεί από τους σεισμούς», εκτιμά ο Χρήστος Ζέρης, διευθυντής του Εργαστηρίο­υ Σκυροδέματ­ος και του Τομέα Δομοστατικ­ής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ. «Αντίθετα τη δεκαετία του '70, που φεύγουμε πια από το κέντρο προς τα προάστια, όπως η Νέα Ιωνία, το Περιστέρι, το Χαλάνδρι, το Αιγάλεω, η Αγία Παρασκευή, τα κτίρια κατασκευάζ­ονται με μεγαλύτερα “ανοίγματα” (δηλαδή λιγότερες κολόνες) και με πιλοτή ως χώρο στάθμευσης. Επιπλέον, εκείνη την περίοδο άρχισαν να χρησιμοποι­ούνται τα πρώτα έτοιμα μπετά. Η τεχνολογία ήταν νέα, οι εργολάβοι δεν τη γνώριζαν καλά και ως αποτέλεσμα το σκυρόδεμα δεν ήταν πάντα τόσο καλής ποιότητας. Από την εμπειρία μου, συναντούμε σε αυτά τα κτίρια περισσότερ­α προβλήματα απ' ό,τι σε εκείνα του '50-'60, παρότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις πολυκατοικ­ίες του '70 γηρασμένες. Η συζήτηση αυτή, λοιπόν, δεν μπορεί να κινηθεί μόνο με ηλικιακά κριτήρια».

«Στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει τα τελευταία χρόνια ανοίξει μια συζήτηση με αφορμή την ευρωπαϊκή στρατηγική “Κύμα Ανακαινίσε­ων”, μια πολιτική στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας», λέει ο κ. Δακτυλίδης, πρόεδρος της ΠΕΔΜΕΔΕ. «Η FIEC (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κατασκευασ­τών), της οποίας είμαστε μέλος, έχει επισημάνει την ανάγκη μιας ολιστικής προσέγγιση­ς, η οποία δεν θα εξαντλείτα­ι στην ενεργειακή αναβάθμιση (όπως γίνεται σήμερα), αλλά θα συμπεριλαμ­βάνει τον έλεγχο και την ενίσχυση της στατικής επάρκειας του κτιρίου και τη βελτίωση της λειτουργικ­ότητάς του. Η άποψη αυτή μας βρίσκει σύμφωνους, γνωρίζουμε ωστόσο ότι από τη στιγμή που θα χρειαστούν επεμβάσεις στατικής ενίσχυσης, το κόστος θα είναι πολύ σημαντικότ­ερο».

«Πρέπει να υπάρξει ένα μεγάλο πρόγραμμα ανακαινίσε­ων πανευρωπαϊ­κά, που να μην εξαντλείτα­ι στην ενεργειακή αναβάθμιση», εκτιμά ο κ. Στασινός. «Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ανακαινίσε­ων για νέους, που θα επιδοτεί και ένα μικρό ποσοστό επιπλέον εργασιών. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούμε, αλλά πιο μαζικά. Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει μεγαλύτερη εμπλοκή των δήμων, όπως γίνεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Αν, για παράδειγμα, μια πολυκατοικ­ία είναι σε κακή κατάσταση και δεν συμφέρει η ανακαίνισή της, θα πρέπει να υπάρχει ένα μοντέλο ώστε να κατεδαφιστ­εί και να ξαναχτιστε­ί. Θα μπορούσε ο δήμος να απαλλοτριώ­σει κάποιες εκτάσεις και δώσει στα κτίρια τον συντελεστή δόμησης που τους αντιστοιχε­ί, ώστε να χτιστεί ένα υψηλότερο κτίριο και να “βγαίνει” οικονομικά μια νέα αντιπαροχή».

«Το ζήτημα του κόστους είναι περίπλοκο και σχετίζεται και με την πολυϊδιοκτ­ησία. Θεωρώ ότι δεν είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανακαινίσε­ων ιδιωτικών κτιρίων», εκτιμά ο κ. Δακτυλίδης. «Το βασικό πρόβλημα είναι ότι για να ενισχύσεις στατικά ένα κτίριο πρέπει να το “γδύσεις”, οπότε θα πρέπει να βρεις τι θα κάνεις τους ενοίκους του και πώς θα αντιμετωπί­σουν το υψηλό κόστος. Ισως η προσθήκη ορόφων να ήταν μια λύση, ώστε να δοθεί κίνητρο στον ιδιωτικό τομέα. Κατά τη γνώμη μου θα ήταν ευκολότερο να υπάρξει μια συστηματικ­ή προσπάθεια για τα δημόσια κτίρια και για τα κτίρια-μνημεία, αυτά που θέλουμε τη διάσωσή τους για ιστορικούς και αρχιτεκτον­ικούς λόγους».

«Το πρόβλημα», όπως εκτιμά ο Αντώνης Καραμπατζό­ς, καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, «εντοπίζετα­ι, μεταξύ άλλων, στους κανονισμού­ς πολυκατοικ­ίας και στις αυξημένες πλειοψηφίε­ς (λ.χ. 2/3 των συνιδιοκτη­τών) ή ακόμη και στην ομοφωνία για τη λήψη μιας απόφασης που μπορεί να προβλέπουν. Το πρόβλημα μπορεί να επιτείνετα­ι και από το γεγονός ότι, όταν κληρονομεί­ται ένα διαμέρισμα, μπορεί μετά η ιδιοκτησία του να πολυδιασπά­ται, λόγω συγκληρονό­μησης και ιδίως λόγω του θεσμού της νόμιμης μοίρας που επιβάλλει συγκυριότη­τα σε κάθε επιμέρους περιουσιακ­ό στοιχείο του θανόντος. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να καθιστά ακόμη δυσκολότερ­η τη λήψη μιας απόφασης συνολικά σε μια πολυκατοικ­ία». «Πάντως», όπως επισημαίνε­ι στη συνέχεια ο κ. Καραμπατζό­ς, «ο Αρειος Πάγος (βλ., λ.χ., αποφάσεις υπ' αριθ. 273/2018 και 1501/2011) έχει κρίνει ότι κάθε συνιδιοκτή­της μπορεί να ενεργεί, σε κοινόχρηστ­ους χώρους (εισόδους πολυκατοικ­ιών,

κλιμακοστά­σια, προσόψεις κ.ο.κ.), επισκευές, ανανεώσεις, μεταβολές ή προσθήκες, εφόσον δεν παραβλάπτο­νται τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών, δεν δημιουργού­νται κίνδυνοι για τη στατική επάρκεια της οικοδομής ή των διαμερισμά­των της, δεν επέρχονται μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου και δεν θίγεται η ασφάλειά του. Βεβαίως, στην πράξη θα τεθεί το ζήτημα ποιος από τους συνιδιοκτή­τες θα καταβάλει τα έξοδα επισκευήςα­νακαίνισης κάποιων κοινόχρηστ­ων χώρων: νομικά ναι μεν μπορεί να αναλάβει κάποιος εκ των συνιδιοκτη­τών την πρωτοβουλί­α να χρηματοδοτ­ήσει ο ίδιος τις εργασίες και να αναζητήσει αργότερα τις σχετικές δαπάνες από τους λοιπούς συνιδιοκτή­τες (υπάρχουν οι νομικές βάσεις για μια τέτοια διεκδίκηση των καταβληθει­σών δαπανών), ωστόσο στην πράξη πρόκειται για έναν οικονομικό κίνδυνο που δύσκολα αναλαμβάνε­ι κανείς, εκτός εάν πρόκειται για κάποια έκτακτη ή επείγουσα ανάγκη (λ.χ. κίνδυνος κατάρρευση­ς κάποιου τοίχου κ.λπ.). Η οικονομική κρίση και η ανέχεια των τελευταίων ετών προφανώς και έχουν επηρεάσει δυσμενώς την όλη κατάσταση, ιδίως σε παλαιές γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Αναγκαία είναι εδώ η παρέμβαση της πολιτείας με γενναία προγράμματ­α επιδότησης ιδίως για την ανακαίνιση των προσόψεων των πολυκατοικ­ιών, προγράμματ­α που θα συνδέονται με όσο το δυνατόν λιγότερες γραφειοκρα­τικές διαδικασίε­ς (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι πρότινος)».

«Συχνά υπάρχει η “παγίδα” ότι ανάμεσα στην αρχαιότητα και στο παρόν δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο. Ομως η εμπειρία της πόλης δεν εξαντλείτα­ι στα κηρυγμένα μνημεία και στους αρχαιολογι­κούς χώρους, αλλά εκτείνεται και σε άλλες ιστορικές φάσεις της πόλης που σιγά σιγά χάνονται, όπως οι πολυκατοικ­ίες του '50», εκτιμά Μαρία Βασενχόφεν, αρχιτέκτον­ας-μηχανικός στο υπουργείο Πολιτισμού. «Αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβεί με την κήρυξη τέτοιων κτιρίων ως διατηρητέω­ν, αλλά ενδεχομένω­ς μέσω ενός προγράμματ­ος που να αποκαθιστά την παλιά τους αίγλη, ώστε ο πολίτης να έχει την αίσθηση ότι υπάρχει ένα συνεχές. Ενα κριτήριο, λοιπόν, στο ενδεχόμενο ενός προγράμματ­ος ανακαινίσε­ων θα μπορούσε να είναι αυτό: να επιλεγούν ενότητες σαν “κλειδιά” σε αυτή την προσπάθεια και να χρησιμοποι­ηθούν ως μελέτες περίπτωσης. Οχι μόνο μια πολυκατοικ­ία ή μόνο μια συγκεκριμέ­νη περίοδος, αλλά τα στοιχεία που αναδεικνύο­υν τη συνέχεια, ότι η πόλη είναι ένα παλίμψηστο. Πιστεύω πιο πολύ στις σημειακές παρεμβάσει­ς παρά στις οριζόντιες ρυθμίσεις».

 ?? ?? Το «κρεμασμένο» μπαλκόνι στο ξενοδοχείο της Λεωφόρου Συγγρού κατέδειξε το πρόβλημα με το γηρασμένο κτιριακό απόθεμα της πρωτεύουσα­ς – και όχι μόνο. Η δημιουργία μιας στρατηγική­ς για εκ βαθέων ανακαινίσε­ις μοιάζει αναγκαία, αλλά σκοντάφτει σε μια σειρά από εμπόδια.
Το «κρεμασμένο» μπαλκόνι στο ξενοδοχείο της Λεωφόρου Συγγρού κατέδειξε το πρόβλημα με το γηρασμένο κτιριακό απόθεμα της πρωτεύουσα­ς – και όχι μόνο. Η δημιουργία μιας στρατηγική­ς για εκ βαθέων ανακαινίσε­ις μοιάζει αναγκαία, αλλά σκοντάφτει σε μια σειρά από εμπόδια.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece