Η Ελλάδα που δεν ξεχνάει – Ογδόντα χρόνια από το Ολοκαύτωμα
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΠΑΛΕΡΜΠΑ Το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας αποτελεί μια εξέχουσα πηγή της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Ως γενικός γραμματέας έχω συχνά το προνόμιο να διαπιστώσω ότι το αρχείο μας αποτελεί, χωρίς υπερβολή, μια πολύτιμη ψηφίδα που συναρμόζει την ιστορική και θεσμική μνήμη της χώρας μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απόδοση ή αφαίρεση της ιθαγένειας αποτελεί ένα δικαίωμα που βρίσκεται στον στενό πυρήνα κάθε κρατικής εξουσίας. Και για τον λόγο αυτόν άλλωστε σε όλες τις ανεπτυγμένες δημοκρατίες εποπτεύεται σε απόλυτα κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο. Από αυτή, λοιπόν, τη θεσμική μνημονική παρακαταθήκη της ελληνικής πολιτείας, δεν θα μπορούσε να λείπει και η τραγική ιστορία του Ολοκαυτώματος στη χώρα μας. Με αφορμή τον επετειακό εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος, ανασύρθηκε από το αρχείο της Ιθαγένειας και δημοσιεύεται σήμερα η περίπτωση του Ντάριο Αμήρ.
Είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1925, μόλις δώδεκα χρόνια αφότου η πρωτεύουσα της Μακεδονίας εντάχθηκε επίσημα
στην ελληνική επικράτεια. Το 1942 πρόλαβε να γραφτεί στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή. Το Ολοκαύτωμα, όμως, τον πρόλαβε και κάθε προσδοκία του για μια αξιοπρεπή ζωή και ένα μέλλον δημιουργίας κατέρρευσε. Ολη του η οικογένεια μπήκε στα τρένα του ολέθρου και βρήκε τη φρικτή μοίρα της στα ναζιστικά
στρατόπεδα του θανάτου. Ο ίδιος κατέφυγε την τελευταία στιγμή σε ελεγχόμενη από τον ΕΛΑΣ περιοχή. Εντάχθηκε στις τάξεις του, και συγκεκριμένα στη Μεραρχία Θεσσαλίας, για να πολεμήσει τον κατακτητή, όπως πολλοί πατριώτες ανεξαρτήτως ιδεολογίας, προκειμένου να επιτευχθεί η απελευθέρωση.
Απολύθηκε από τις τάξεις του «ενεργού» ΕΛΑΣ με διαγωγή «εξαίρετη» τον Φεβρουάριο του 1945. Πριν προλάβει να ερευνήσει την τύχη της οικογένειάς του και των άλλων γνωστών του από την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 1947 επιστρατεύτηκε από τον Εθνικό Στρατό για να πολεμήσει στον σκληρό εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στην πατρίδα μας. Εντάχθηκε στο 568 Τάγμα Πεζικού και για 27 μήνες υπηρέτησε στη «Γραμμή Πρόσω», δηλαδή έλαβε μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην πρώτη γραμμή. Παρότι στις αρχές του 1948 τού παρουσιάστηκε η ευκαιρία να διακόψει τη στρατιωτική του θητεία και να φύγει μαζί με πολλούς άλλους Εβραίους της Ελλάδας για το Ισραήλ, προκειμένου να βοηθήσουν στην ίδρυση του νέου κράτους, αυτός επέλεξε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το στρατιωτικό καθήκον του έναντι της πατρίδας του. Απολύεται από τις τάξεις του στρατεύματος τον Μάρτιο του 1950 με διαγωγή «εξαίρετη» και πάλι.
Εκτοτε, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νέα ζωή στη γενέθλια πόλη του. Γνωρίζει πλέον ότι το σύνολο της οικογένειας και των συγγενών του εξολοθρεύθηκε στο Ολοκαύτωμα. Ακόμη και οι λίγοι επιζήσαντες γνωστοί του έχουν πλέον φύγει για το Ισραήλ. Το αίσθημα της μοναξιάς και των θλιβερών αναμνήσεων τον κατέβαλε. Αναγκαστικά στα τέλη του 1950 θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, χωρίς όμως ελληνικό διαβατήριο, παρότι το δικαιούνταν, αφού είχε εκπληρώσει στο ακέραιο τη στρατιωτική του υποχρέωση. Του δόθηκε μόνο το ταξιδιωτικό έγγραφο αναχώρησης
ως «αλλογενούς χωρίς πρόθεση επανόδου» και με απόφαση της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης το 1952 διεγράφη από τα μητρώα αρρένων και έτσι απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια.
Στο Ισραήλ δημιουργεί οικογένεια και έχει μια δημιουργική ζωή με σημαντική επιστημονική σταδιοδρομία. Πάντα είναι κοντά στην Ελλάδα, την επισκέπτεται, ενώ για ένα χρόνο εργάζεται στο Κτηνιατρικό Ινστιτούτο Ερευνών των Γιαννιτσών και συμβάλλει στην επιστημονική και οικονομική συνεργασία Ελλάδας και Ισραήλ.
Από το 1998 με αλλεπάλληλες αιτήσεις του στο υπουργείο Εσωτερικών ζητάει να του δοθεί πίσω η ελληνική ιθαγένεια. Οι πρώτες από αυτές προσκρούουν στο γράμμα του νόμου, αλλά και στο γεγονός ότι δεν αξιολογήθηκαν σημαντικά γεγονότα, όπως η στρατιωτική του υπηρεσία σε καιρό πολέμου. Τελικά, το 2004 η ελληνική πολιτεία έκανε δεκτή την αίτησή του και ακύρωσε
την απόφαση αφαίρεσης της ιθαγένειάς του συνεκτιμώντας την προσφορά του προς την πατρίδα, αλλά και στις ιδιάζουσες συνθήκες που δημιούργησε το Ολοκαύτωμα στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Eτσι, ένας από τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος εντάχθηκε εκ νέου στο σώμα των πολιτών του κράτους μας. Αποδείχθηκε ότι οι θεσμοί της πολιτείας μας και τα πρόσωπα που τους υπηρετούν μπορούν να αντιμετωπίζουν με τον προσήκοντα σεβασμό τα γεγονότα και να αποτιμούν δίκαια την προσφορά προς την πατρίδα. Η Γενική Γραμματεία Ιθαγένειας θέτει το πλαίσιο για τη συγκρότηση του σώματος των πολιτών της χώρας μας. Στην ουσία, εδώ ορίζεται η ταυτότητα του λαού μας. Και στην περίπτωση του Ντάριο, η πολιτεία δικαίωσε τη θυσία των Εβραίων συμπατριωτών μας.
Η ιστορία του Ντάριο Αμήρ από τη Θεσσαλονίκη, που έχασε την ελληνική ιθαγένεια στα 27 του και την ανέκτησε με επίμονες, 52 χρόνια μετά , προσπάθειες.