Οταν γυρίσει η νόσος, πάλι θα παλέψω
Είναι βασικό να συμφιλιωθείς μαζί της, να «εκπαιδευθείς» να συνυπάρξεις με τα λιγότερα δυνατά προβλήματα
ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ «Είμαι ακόμη ζωντανός, παλεύω, αγωνίζομαι, δίνω μάχες καθημερινά να σταθώ όρθιος. Πέφτω και σηκώνομαι, για να ξαναπέσω και να ξανασηκωθώ. Πιο δυνατός; Οχι απαραίτητα, αλλά σημασία έχει να σηκωθώ. Να βρω τρόπο από κάπου να πιαστώ, να αγκιστρωθώ για να μην ξαναπέσω. Τουλάχιστον να κρατηθώ όρθιος, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Γνωρίζω ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα πέσω ξανά, αλλά η “μαγκιά” είναι να επινοείς εκείνες τις ασφαλιστικές δικλίδες που θα σε βοηθήσουν να σηκωθείς ξανά και ξανά και ξανά...».
Ο Βαγγέλης Μάστορας βρίσκεται, πενήντα χρόνια τώρα, σε ένα οδυνηρό ταξίδι παρέα με τη νόσο της διπολικής διαταραχής, αυτό που παλαιότερα ήταν γνωστό ως μανιοκατάθλιψη. Οταν είναι σε φάση μανίας αισθάνεται κυρίαρχος των πάντων, θεός, όπως μου λέει. Αλλά όταν κυριαρχήσει ο «άλλος πόλος», κάτι που συμβαίνει συχνά, «μπορεί να κάνεις πράγματα που ξεφεύγουν». Ο αγώνας του είναι σκληρός και άνισος από την άποψη ότι η νόσος του είναι, μέχρι στιγμής, αγιάτρευτη. Ξέρει ότι θα πορευθούν «εις σάρκα μίαν», μέχρις ότου κλείσει τα μάτια του, κοινώς θα την πάρει μαζί του. Την παλεύει όμως γενναία, με όπλο την επιστήμη και το αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος. Εμαθε να τη διαχειρίζεται. Σε αυτή την αέναη διελκυστίνδα γνώρισε ήττες, αλλά σημείωσε και νίκες.
Εκανε τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Εξελέγη, όμως, και δύο φορές δήμαρχος! Πέρασε και περνάει μεγάλα διαστήματα (αυτο)απομόνωσης, στο γραφείο και στο σπίτι του. Το πιο δύσκολο για εκείνον: αισθάνεται μονίμως πάνω από το κεφάλι του τη δαμόκλειο σπάθη της υποτροπής, που γνωρίζει ότι θα 'ρθει σίγουρα κάποια στιγμή. Και τι (θα) κάνει τότε; «Αυτό που κάνω τόσα χρόνια, θα παλέψω».
Ηταν μόλις δεκαέξι χρόνων, ένας ανέμελος έφηβος γεμάτος ζωντάνια που ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος, όταν για πρώτη φορά πρωτοεμφανίστηκε η μετέπειτα μόνιμη και επώδυνη «σύντροφός» του. «Ηταν καλοκαίρι του 1972 και άρχισα
να εμφανίζω περίεργα συμπτώματα, όπως μια ασυνήθιστη έως τότε ενέργεια, κοιμόμουν όλο και λιγότερο, ήθελα να βρίσκομαι διαρκώς σε κίνηση κ.ά. Ενα μεσημέρι, με το φορητό πικάπ και κάποιους δίσκους ανά χείρας πήγα στο σπίτι της γιαγιάς Κατέρως, που ήταν η μητέρα της μητέρας μου. Τη σήκωσα, γριά γυναίκα, από το κρεβάτι όπου λαγοκοιμόταν και χορεύαμε μαζί στην αυλή του πατρικού της μάνας μου, με τη μουσική στη διαπασών, μέχρι τελικής πτώσεως. Η καημένη η γιαγιά μου πήρε, χωρίς να αντιδράσει, μια δόση από τη μετέπειτα “σχέση” μου. Λίγες ημέρες μετά η συμπεριφορά μου άλλαξε απότομα, έκανε στροφή 180 μοιρών. Με κούραζαν τα πάντα, απέφευγα επαφές με φίλους και εξόδους, είχα την αίσθηση ενός απόλυτου κενού».
Η διάγνωση
Η ζωή του Βαγγέλη Μάστορα έκτοτε θα αλλάξει δραματικά. Ενας αγαπημένος του θείος, που διέκρινε «κάτι περίεργο» στη συμπεριφορά του, του πρότεινε να μεταβούν οι δυο τους στην Αθήνα δήθεν για να γνωρίσει την πόλη και εκεί τον έπεισε να επισκεφθούν και ένα γιατρό, ο οποίος
αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και συνέστησε ολιγοήμερη νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική και φαρμακευτική αγωγή. Ο μεγάλος ανήφορος για εκείνον και τους δικούς του μόλις είχε ξεκινήσει και συνεχίζεται ακόμη σήμερα. Τον πρώτο καιρό βρέθηκε σε κατάσταση άρνησης και στους ελάχιστους ανθρώπους του πολύ κοντινού του περιβάλλοντος που το είπε το κράτησαν μυστικό. «Μετάνιωσα που δεν βγήκα από την αρχή να μιλήσω ανοιχτά γι' αυτό που αντιμετώπιζα. Οσοι έχουν διαγνωστεί ως διπολικοί και είναι ακόμη στην αρχή της ασθένειάς τους, πρέπει να γνωρίζουν ότι το βασικότερο και ουσιαστικότερο είναι να την αποδεχθούν, να συμφιλιωθούν μαζί της από τα πρώτα κιόλας συμπτώματα που θα εκδηλωθούν και να αρχίσουν να “εκπαιδεύονται” στο πώς θα συνυπάρξουν με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα. Να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι με αυτή την αρρώστια το πιθανότερο είναι να περάσουν παρέα όλη την υπόλοιπη ζωή τους...».
Εκτοτε μάχεται αδιάκοπα –«μπορεί να κάνει την εμφάνισή της ανά πάσα στιγμή, ως κεραυνός εν αιθρία»– με όπλα τη θέληση και την Ιατρική. Νοσηλεύθηκε
αρκετές φορές, ζήτησε βοήθεια από πολλούς γιατρούς, άλλοι τον βοήθησαν και άλλοι θεωρεί πως του έκαναν περισσότερο κακό. «Εχω σχέση αγάπης και μίσους με τους γιατρούς», τονίζει, αλλά δεν απορρίπτει την ιατρική και τη φαρμακευτική βοήθεια. Κυρίως τη χρήση ψυχοφαρμάκων. «Πώς νομίζεις ότι θα ήσουν χωρίς τα φάρμακα;», τον ρωτώ. «Οταν έκανα την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, είχα αποκτήσει τον γιο μου, ήμουν πολύ καλά, δημιουργικότατος στη δουλειά μου, με ευεξία, οπότε λέω: “Τι τα θέλω τα φάρμακα;” και τα πέταξα. Για δεκαπέντε-είκοσι ημέρες εξακολουθούσα να είμαι καλά. Και ένα βράδυ ξύπνησα και αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω πέφτοντας στη λίμνη των Ιωαννίνων, αλλά σώθηκα ως εκ θαύματος. Το μήνυμα, λοιπόν, προς τους έξω είναι “μη σταματάτε τη φαρμακευτική αγωγή αν δεν συναινέσει ο γιατρός”. Η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής δεν ενδείκνυται, πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτά. Οπως ο υπερτασικός που παίρνει κάθε πρωί το χάπι για την πίεση, όπως ο διαβητικός με την ινσουλίνη, το ίδιο και ο διπολικός πρέπει να παίρνει το φάρμακό του, να πορεύεται με αυτό».
βιαστικός, έπρεπε να επιστρέψει στα Γιάννενα. Ετσι, με το πέρας της παρουσίασης του βιβλίου του, ήπιαμε έναν καφέ και συζητήσαμε στο βιβλιοπωλείο-πολυχώρο του Μαλλιάρη στη Θεσσαλονίκη. Αφήσαμε το «κύριο πιάτο», εν ευθέτω, στην πόλη του. Εδειχνε χαρούμενος, καμάρωνε για τον γιο του που τον συνόδευε. «Πώς αισθάνεσαι, σε ποια φάση είσαι τώρα;» τον ρώτησα. «Είμαι στα καλά μου, είμαι μια χαρά, είμαι ο Βαγγέλης», απάντησε.
Οταν έκανα την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, είχα αποκτήσει τον γιο μου, ήμουν πολύ καλά, δημιουργικότατος, οπότε λέω «τι τα θέλω τα φάρμακα;» και τα πέταξα...