Παραμένει αγνοημένος γιατί δεν είχε καβαλήσει καλάμι...
– Κύριε Λιόντη, πώς ένας καλλιτέχνης τέτοιου διαμετρήματος έχει παραμείνει στην αφάνεια;
– Ενας λόγος είναι πως η σκιτσογραφία και γενικότερα οι γραφικές τέχνες είναι πράγματα παραγνωρισμένα στην Ελλάδα. Αν π.χ. κοιτάξουμε τη βιβλιογραφία γύρω από τη γελοιογραφία, δεν θα βρούμε παρά δύο τόμους και αυτοί δεν έχουν αφηγηματικό μοντέλο, παρά εικονογραφικό. Επίσης, καλές μονογραφίες (και όταν λέω “καλές” εννοώ αυτές που χτίζουν πλήρως τη φυσιογνωμία ενός σκιτσογράφου) υπάρχουν ελάχιστες. Η περίπτωση του Καστανάκη, όμως, έχει παραμείνει αγνοημένη και λόγω του χαρακτήρα του. Βλέπετε, ήταν ταπεινόφρων
άνθρωπος. Μια σειρά από συγκυρίες έπαιξαν και αυτές τον ρόλο τους, κυρίως οικογενειακές: μετά τον θάνατο του γιου του Απελλή (ένα όνομα διόλου τυχαίο) κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο άλλος γιος του (που είχε και αυτός το ίδιο όνομα) δεν ασχολήθηκε με το έργο του πατέρα του, ενώ η γυναίκα του, μετά τον θάνατό του, το 1961, έδωσε όλα του τα αρχεία στην ΕΣΗΕΑ –έξι, επτά άλμπουμ όπου ο ίδιος επικολλούσε τις γελοιογραφίες του κατά τη δεκαετία του `20, τα οποία είναι ακόμη εκεί θαμμένα– ώσπου κάποιος να τα αναζητήσει.
– Συνδέετε λοιπόν τη σιωπή που έχει επικρατήσει σχετικά με το έργο του με την ταπεινοφροσύνη του. Δεν ισχύει το ίδιο και για άλλους μεγάλους των γραφικών μας τεχνών, όπως π.χ. ο Κώστας Γραμματόπουλος;
– Είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά τον Γραμματόπουλο και θυμάμαι πως τον διέκρινε ευθύτητα και σεμνότητα. Για να το πω λαϊκότροπα, δεν είχε «καβαλήσει το καλάμι». Τον
Καστανάκη δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, αλλά όσοι τον έζησαν από κοντά, π.χ. ο συνάδελφός του σκιτσογράφος Αρχέλαος, τον θυμόταν να κάνει μονάχα δύο πράγματα: να καπνίζει και να δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ. Ανθρωποι σαν τον Γραμματόπουλο και τον Καστανάκη ήσαν σεμνοί δουλευταράδες.
– Εντυπωσιακό ήταν, επίσης, πώς μπορούσε να αλλάζει στυλ και τεχνοτροπίες.
– Στο παλαιότερο καταγεγραμμένο περιοδικό κόμικς της χώρας με τίτλο «Το Περιοδικό μας», που πρωτοβγήκε το 1939, σχεδιάζει διαφορετικές ιστορίες κόμικς και αλλάζει εκτός από την υπογραφή του και τον σκιτσογραφικό του τύπο(!), ώστε να μην μπορούν να αναγνωρίσουν οι αναγνώστες πως πρόκειται για τον ίδιο σχεδιαστή. Αυτό ήταν δείγμα, όχι μόνο της σχεδιαστικής του δεινότητας, αλλά και της ταπεινότητάς του.
– Τι μπορείτε να μας πείτε για τη δουλειά του στο περιοδικό «Αθήναι»;
– Κατ' αρχάς να πούμε πως ήταν ένα πολύ «αριστοκρατικό» περιοδικό, που απευθυνόταν σε μεσοαστικό-αστικό κοινό και που, θεματικά μιλώντας, προσέφερε κείμενα «καλλιέργειας» γραμμένα από εκλεκτούς, τότε, συνεργάτες. Οσο για τον σχεδιασμό του, αυτός ήταν μπροστά από την εποχή του. Ο Καστανάκης υπέγραψε στα εννιά τεύχη του περιοδικού ως «καλλιτεχνικός διευθυντής» και με μια παρασκηνιακή καθολική εποπτεία έδειξε στο περιοδικό αυτό την πιο υψηλή του στάθμη ως μάστορας στον τομέα της τυποτεχνίας.
– Τι θα λέγατε με δυο λόγια για να περιγράψετε αυτόν και το έργο του;
– Κοιτώντας την περίπτωσή του έχουμε να κάνουμε με ένα πληθωρικό και εκλεκτό ταλέντο. Ηταν ταυτόχρονα γελοιογράφος, σκιτσορεπόρτερ, εικονογράφος, γραφίστας, φωτογράφος, έως και σκηνογράφος. Ολα αυτά συνιστούν ένα απίστευτο δημιουργικό εύρος, που δεν ξέρω αν έχουμε ξαναδεί αντίστοιχό του στη δουλειά Ελληνα δημιουργού, μέσα στον χώρο που ονομάζουμε «εφαρμοσμένες τέχνες».